Παλαιοτερα θεματα διαλογου
ΔΙΑΛΟΓΟΣ #05 - Οικολογική κρίση και Ψυχανάλυση - Η ψυχανάλυση ενώπιον της οικολογικής κρίσης
Η ψυχανάλυση ενώπιον της οικολογικής κρίσης.
Εισαγωγή Ανδρέας Γκορίνης
Αν ο κίνδυνος του πυρηνικού ολοκαυτώματος και η απειλή της τρομοκρατίας κυριάρχησαν στο δημόσιο διάλογο τα προηγούμενα χρόνια , η οικολογική κρίση και το προσφυγικό ζήτημα έρχονται να προστεθούν στην ατζέντα των κρίσιμων θεμάτων που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα σήμερα.
Ποια είναι η θέση της ψυχανάλυσης απέναντι σε αυτά τα ζητήματα όπου η εξωτερική πραγματικότητα κυριαρχεί στην αναλυτική συνθήκη - συχνά , με έναν κατακλυσμικό τρόπο- και επηρεάζει την ενδοψυχική δραστηριότητα τόσο του αναλυτή όσο και του αναλυόμενου;
Το ερώτημα αυτό αναμένεται να απασχολήσει, μεταξύ άλλων, τις εργασίες του 13ου Συνεδρίου της ΕΨΕ που θα διεξαχθεί στην Αθήνα στις 29/11-1/12/2019 και θα έχει σαν θέμα: « Οι περιπέτειες της Ψυχανάλυσης στον κόσμο του σήμεραª
Σε ότι αφορά το ζήτημα της οικολογικής κρίσης, οι ψυχαναλυτές δεν είναι αρμόδιοι να αποφανθούν αν οι ραγδαίες μεταβολές που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες στο κλίμα είναι προϊόν -και μόνον- της ανθρώπινης δραστηριότητας ή εντάσσονται σε έναν κύκλο εναλλαγών που χαρακτηρίζουν τη «συμπεριφοράª της φύσης. Μπορούν όμως να διερευνήσουν πώς η ανθρώπινη συμπεριφορά, ατομική και συλλογική, συμβάλλει στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και αντίστροφα. Μπορούν να μελετήσουν φαινόμενα ατομικής ή συλλογικής άρνησης και απάθειας μπροστά στη συντελούμενη καταστροφή και να αναδείξουν αμυντικές κινήσεις και άγχη που υποβόσκουν κάτω από αυτή την άρνηση και απάθεια.
Πρόσφατα η Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων (SPP) διοργάνωσε ημερίδα για την οικολογική κρίση, ενώ το Νοέμβριο του 2019 η Ιταλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (SPI) διοργανώνει στη Ρώμη διεθνές συνέδριο με θέμα «Κλιματική αλλαγή, ανησυχίες και μορφές άρνησηςª.
Ένα εξέχον μέλος της SPI, ο δρ Cosimo Schinaia ,δημοσίευσε στο IJPs (vol 100, 2, 272-286 ,2019) ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Respect for the Enviroment Psychoanalytic considerations on the ecological crisis».
Ο Cosimo Schinaia είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, διδάσκων αναλυτής της SPI και της ΙPA , διευθυντής του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής της Genova και συγγραφέας του βιβλίου «Psychoanalysis and Architecture: the inside and the outsideª που κυκλοφόρησε το Μάϊο του 2016 από τις εκδόσεις Karnac.
Tα μέλη της επιτροπής ιστοσελίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων της ΕΨΕ ζήτησαν από το συνάδελφο Δημήτρη Μαλιδέλη , κλινικό ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, μέλος της ΕΨΕ και της ΙΡΑ , να συνομιλήσει με τον Cosimo Schinaia. H συνομιλία αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας τον Αύγουστο του 2019 και έχουμε τη χαρά να σας την παρουσιάσουμε σήμερα στα Ελληνικά και στα Ιταλικά.
Θεωρούμε πολύ σημαντική τη συνέχιση της συνομιλίας αυτής μέσω των δικών σας σχολίων.
Τα μέλη της επιτροπής ιστοσελίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων απευθύνουν θερμές ευχαριστίες:
- στον dr Cosimo Schinaia για την προθυμία του να συνομιλήσει με τους αναγνώστες της ιστοσελίδας
- στο συνάδελφο Δημήτρη Μαλιδέλη για το χρόνο και τον κόπο που κατέβαλε, προκειμένουν να κάνει τη συνέντευξη αυτή αλλά και να μεταφράσει και να επιμεληθεί το κείμενο που σας παρουσιάζουμε σήμερα.
Ο Δημήτρης Μαλιδέλης συνομιλεί με τον Cosimo Schinaia
Συνοµιλία του Cosimo Schinaia (CS)* µε τον Δηµήτρη Μαλιδέλη(ΔΜ)**
(Αύγουστος 2019)
* Ψυχίατρος, Δντης Κέντρου Ψυχικής Υγείας (Genova), διδάσκων Ψυχαναλυτής της Ιταλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της IPA.
** Κλινικός ψυχολόγος, Msc Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Ψυχαναλυτής µέλος της ΕΨΕ και της IPA.
1) ΔΜ: Αγαπητέ dott. Schinaia, σας ευχαριστώ για τη διαθεσιµότητα σας γι’ αυτήν τη συνέντευξη. Ως ψυχαναλυτής ασχολείστε µε τη σχέση µεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, ψυχής και περιβάλλοντος στο πλαίσιο της θεωρίας της κλινικής ψυχανάλυσης. Μπορείτε να µας πείτε πώς γεννήθηκε αυτό το ενδιαφέρον;
CS: Για πολλά χρόνια ασχολούµαι µε την ωσµωτική ανταλλαγή µεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, µεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, µεταξύ ατόµου και οµάδας, µεταξύ ψυχικής οργάνωσης και κοινωνικής οργάνωσης, µεταξύ φύσης και πολιτισµού. Ο συνεχής ασταθής επαναπροσδιορισµός των σχέσεων µεταξύ των διαφόρων περιοχών, µέσω των αλλαγών τους, των µετασχηµατισµών τους, των αναδιοργανώσεών τους, αποτελεί ένα πολύ λεπτό ζήτηµα στον διπλό ενδοψυχικό και διαπροσωπικό κόσµο. Είµαστε περιτριγυρισµένοι από το περιβάλλον, αναπνέουµε το περιβάλλον, εξαρτιόµαστε από το περιβάλλον, ωστόσο - την ίδια στιγµή- το διατηρούµε µέσα µας, στα όνειρά µας, στις συγκρούσεις µας, στον ψυχισµό µας, στις αγωνίες µας, στους φόβους µας. Το 2016 κυκλοφόρησε το βιβλίο µου Interno Esterno. Sguardi psicoanalitici su architettura e urbanistica («Εσωτερικό Εξωτερικό. Ψυχαναλυτικές απόψεις για την αρχιτεκτονική και τον πολεοδοµικό σχεδιασµό») (Alpes, Ρώµη), µεταφρασµένο στα αγγλικά (Karnac, Λονδίνο) και στα ισπανικά (Biebel, Buenos Aires). Συνεχίζοντας τις σκέψεις που παρουσιάζονται στο βιβλίο, σκοπεύω να δείξω πώς η ψυχανάλυση µπορεί να µην είναι πολυτέλεια, αλλά ένας πολύτιµος πόρος που θα αξιοποιηθεί επαρκώς, για να εµβαθύνει τη µελέτη των αµυντικών µηχανισµών, ατοµικών και κοινοτικών, ενάντια στη συνειδητοποίηση σοβαρών οικολογικών προβληµάτων του σήµερα, των περιβαλλοντικών καταστροφών, οι οποίες αναγκαστικά αναπροσανατολίζουν τις σκέψεις για την ψυχή και τη δυναµική της. Δεν πρόκειται για την παλιά έννοια της εφαρµοσµένης ψυχανάλυσης, αλλά, όπως θα έλεγε ο Lacan, µιας εµπλεκόµενης (implicata) ψυχανάλυσης, ικανής να αντιµετωπίσει άλλες επιστηµονικές έννοιες, να ακούσει τους επιστήµονες του τοµέα που πρόκειται να ερευνήσουν. Όταν βρίσκοµαι στο δωµάτιο της ανάλυσης, η αναλυτική σχέση µε τους ασθενείς συνδέεται αναγκαστικά µε τις εξωτερικές δυνάµεις, πρώτ’ απ’ όλα µε την αλλαγή του κλίµατος και τον τρόπο µε τον οποίο καταγράφονται συνειδητά ή ασυνείδητα µέσα µας. Οι Janine Puget και Leonardo Wender (1982) µιλάνε για τους υπερτιθέµενους κόσµους (mundos superpuestos), εκείνον του ασθενή και του αναλυτή, και οι δύο χαρακτηρίζονται από τις κοινωνικές αντιφάσεις, από τις ιδεολογίες, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να αναφερθούµε, σε µια αποστειρωµένη δυναµική µεταβίβασης - αντιµεταβίβασης (transfertcontrotransfert) ξεχωριστή από τις πολιτιστικές και περιβαλλοντικές αναφορές καθενός από τους δύο, που συχνά είναι οι ίδιες. Οι Puget και Wender αναφέρονται στην έννοια του «vinculo» (συµφωνία, δεσµός) που εισήχθη αρχικά από τον Enrique Pichon-Rivière (1971), και η οποία βασίζεται στην ιδέα, ότι η εξωτερική και η εσωτερική πραγµατικότητα δεν είναι αντίθετες οντότητες, αλλά βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική σχέση, µια κυκλική κίνηση η οποία καθορίζει την ψυχική λειτουργία. Εποµένως, το vinculo περιλαµβάνει το εσωτερικό, το εξωτερικό και ένα τρίτο, πρωτότυπο (originale), που αποτελείται από αµφότερες τις πραγµατικότητες. Το αυτοκίνητο µε το οποίο εµείς και οι ασθενείς µας φτάνουµε στο γραφείο, τα κτίρια που συναντάµε στη διαδροµή µας, οι εσωτερικοί χώροι των γραφείων, η θέρµανση, ο κλιµατισµός, το φαγητό µας: όλα βασίζονται στην κατανάλωση ορυκτών καυσίµων, όπου και οι δύο, ασθενής και αναλυτής, εµπλεκόµαστε και επηρεαζόµαστε από τους τρόπους τους οποίους συµβολοποιούµε, στα όνειρά µας, στις ασυνείδητες φαντασιώσεις µας, οι οποίες συναντώνται, συγκρούονται, συγχέονται, µέχρι να δηµιουργηθούν νέες ψυχικές πραγµατικότητες στο δωµάτιο της ανάλυσης.
2) ΔΜ: Διαβάζοντας τα κείµενά σας είναι συχνές οι αναφορές στον Freud και στη σκέψη του σχετικά µε τον πολιτισµό και ειδικότερα µε τη σύγκρουση µεταξύ ανθρώπου και φύσης. Πιστεύετε ότι η φροϋδική σκέψη µπορεί να είναι ακόµα επίκαιρη σε σχέση µε τα σύγχρονα προβλήµατα του ανθρώπου;
CS: Στο κείµενο «Η δυσφορία µέσα στον πολιτισµό» του '29, ο Freud φαίνεται να θέλει να προτείνει τις βάσεις για µια ηθική συνεργασίας και αλληλεγγύης στην οποία όλοι αποποιούνται κάτι στο όνοµα του καλού. Αλλά αυτή η αποφυγή των ενστίκτων στο κέντρο του προβληµατισµού του, στις σχέσεις εντός της ανθρώπινης φυλής, φαίνεται να έχει λιγότερη δύναµη στον ορισµό της σχέσης του ανθρώπου µε το περιβάλλον. Ο Freud υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος µε την αναπόφευκτη επισφάλειά του πρέπει να προστατεύεται από µια φύση σκληρή και «µητριά», µε µια συντριπτική, άγρια διαταραγµένη δύναµη, αντιµετωπίζοντάς την µέσω της τεχνολογίας. Παρόλο που η ανθρωπότητα απεικονίζεται ως ένα αδύναµο παιδί, ανυπεράσπιστο και φοβισµένο απέναντι σε µια φοβερή και ισχυρή Μητέρα Φύση, η σκέψη του Freud δεν είναι τόσο πολύ γραµµική, ώστε σε άλλα µέρη των γραπτών του να µας προειδοποιεί ενάντια στον απόλυτο µύθο της προόδου, ενάντια στην δοξασία της τεχνολογίας και στην χρήση της για εξαιρετικά χρηστικούς σκοπούς. Γράφει στο κείµενο του «Το µέλλον µιας αυταπάτης» (1927,
σελ. 436): «Οι ανθρώπινες δηµιουργίες είναι εύκολο να καταστραφούν και η επιστήµη και η τεχνολογία που τις έχτισε µπορούν επίσης να χρησιµοποιηθούν για την εξαφάνισή τους». Επιπλέον, στο κείµενο «Το Εφήµερο» (Caducità)" (1915), ο Freud υποδεικνύει πως το περιβάλλον και τα συναισθηµατικά επενδεδυµένα αντικείµενα µπορούν να βιώσουν ένα κλίµα απώλειας και επικείµενου φόβου για το τέλος. Το πένθος που βιώνει ο ποιητής, µια παθητική µαρτυρία µιας πιθανής µελλοντικής καταστροφής, δεν είναι επεξεργασµένο, αλλά είναι µια ναρκισσιστική άµυνα, για να αποφύγει την αυθεντική και οδυνηρή διαδικασία πένθους µέσα από την πρόβλεψή του. Εν κατακλείδι, µπορούµε να πούµε ότι, ενώ ο Freud περιγράφει µια φύση-αντικείµενο αγάπης και σεβασµού, από την άλλη υποδεικνύει ότι υποχρεώνεται να υποταχθεί στις ανάγκες του πολιτισµένου ανθρώπου. Ο Freud, ως άνθρωπος της εποχής του, δεν µπορούσε να λάβει υπόψιν του τη στενή και παράδοξη σχέση µεταξύ της τεχνολογικής υποταγής της φύσης από τη µια πλευρά και από την άλλη πλευρά, της ρύπανσης, της καθολικής
παραγωγής όλων των ειδών αποβλήτων, όπως µπορούµε να παρατηρήσουµε σήµερα.
3) ΔΜ: Με ποιους όρους η σκέψη του Searles, που αρχικά αναπτύσσει τη θεωρία του Winnicott σχετικά µε τη σχέση µε το περιβάλλον, έχει αξία;
CS: Πρέπει να περιµένουµε τη δεκαετία του ‘60, για να ξεκινήσει µια πιο συγκεκριµένη ψυχαναλυτική έρευνα σχετικά µε τη σχέση µεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. Ήταν ο Αµερικανός ψυχαναλυτής Harold F. Searles, στη δεκαετία του ‘60, όταν η ατοµική απειλή και ο φόβος της καταστροφής του πλανήτη έδινε νόηµα και αξία στο «µη ανθρώπινο» περιβάλλον, στον καθηµερινό βιότοπο, που διευρύνει τις επινοήσεις του Winnicott σχετικά µε τη συγχώνευση του παιδιού µε τη µητέρα (ανθρώπινο περιβάλλον) και το «set-up του ανθρωπίνου περιβάλλοντος» και τονίζοντας πως τα πράγµατα του κόσµου έχουν έναν ψυχικό συντονισµό. Ο Winnicott στο «Τείχος του Βερολίνου» εισήγαγε µια ευρεία έννοια της περιβαλλοντικής υποστήριξης και των επιπτώσεών της στην ανάπτυξη των ανθρώπων, καθιστώντας τους ικανούς να «επιβιώσουν» στους διαρκείς φόβους αποδιοργάνωση (disintegrazione) και να διατηρήσουν από κοινού τις αντιφατικές ανάγκες, για να είναι µόνοι και για να είναι µε τους άλλους. «Οι έµφυτες διαδικασίες ωρίµανσης στο άτοµο είναι υποκειµενικές και έχουν ανάγκη για την υλοποίησή τους, ένα διευκολυντικό περιβάλλον ενός συγκεκριµένου τύπου και βαθµού και υπάρχουν σηµαντικές παραλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον ανάλογα µε τον τόπο και τον χρόνο» (Winnicott, 1986, σελ. 237). Ο Searles αναφέρεται στη διάσηµη δήλωση του Winnicott: «Δεν υπάρχει βρέφος» (1965). Για τον Winnicott, είναι αδιανόητο ένα βρέφος να είναι αποσυνδεδεµένο από το περιβάλλον του. Κατά γράµµα αναφέρει: «όπου υπάρχει ένα βρέφος, υπάρχει επίσης µητρική υποστήριξη, και χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε το βρέφος» (Ibid., σελ. 45). Ο φυτικός κόσµος, τα ζώα, οι αρχιτεκτονικές δοµές των οικιακών χώρων, η επίπλωση, παίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο στο συναισθηµατικό περιβάλλον και στο κοινωνικό περιβάλλον (milieu) για την ψυχική διαµόρφωση, ειδικά στην παιδική ηλικία. Ο Searles γράφει το βιβλίο «Το µη ανθρώπινο περιβάλλον στη φυσιολογική ανάπτυξη και στη σχιζοφρένεια» στην ηλικία των εξήντα πέντε ετών και αναφέρει ότι δεν θα µπορούσε να το γράψει - στα σαράντα του χρόνια, όταν ήταν ακόµα δεσµευµένος στον αγώνα για τη διαφοροποίηση από το «µη ανθρώπινο». Ο Searles περιγράφει στο εσωτερικό του ατόµου, σε ένα συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο, µια αίσθηση σύνδεσης µε το µη ανθρώπινο περιβάλλον, στενής συναισθηµατικής σύνδεσης µεταξύ των διαδικασιών της ανθρώπινης ζωής και εκείνων του περιβάλλοντος, που πρέπει να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστά για την ψυχολογική ευηµερία κάποιου, για να ανακουφίσει την υπαρξιακή µοναξιά του στο σύµπαν. Αυτή η αίσθηση σύνδεσης του ανθρώπου µε το µη ανθρώπινο έχει αρχίσει να διαστρεβλώνεται, να διακόπτεται, σε συνδυασµό µε την οικολογική επιδείνωση που προκαλεί αγωνία και άµυνες διαφορετικής φύσης. Συνεπώς, επιβεβαιώνει ότι η γενικευµένη απάθεια που µπορεί να παρατηρηθεί στον άνθρωπο σε σχέση µε την οικολογική κρίση βασίζεται σε µεγάλο βαθµό στις άµυνες του ασυνειδήτου εγώ ενάντια σε άγχη διαφόρων ειδών και οι οποίες εκδηλώνονται σε διάφορα επίπεδα σε σχέση µε την ανάπτυξη του εγώ των ατόµων. Η σχέση µας µε το περιβάλλον είναι γεµάτη αµφιθυµία και καταστροφικότητα και οι άµυνες του εγώ ταλαντεύονται µεταξύ εξάρτησης και ελέγχου, υποταγής και εκµετάλλευσης, φθόνου και ευγνωµοσύνης. Ο Searles αντιλαµβάνεται το περιβάλλον όχι µόνο ως ένα παρελθόν καταγεγραµµένο µέσα µας και προγραµµατισµένο γύρω µας, αλλά και ως ένα µέλλον που δεν έχει ακόµα γεννηθεί: αυτό των γενεών που έρχονται πάνω στις οποίες ζυγίζουµε τις συνέπειες της παρούσας σχέσης µας µε τη βιόσφαιρα.
4) ΔΜ: Ακόµα και η Melanie Klein µε τις θεωρητικές διατυπώσεις της σχετικά µε την σχιζο-παρανοειδή και καταθλιπτική θέση, µαζί µε τις παρατηρήσεις των µετάκλαϊνικών, µπορούν να µας βοηθήσουν να εντοπίσουµε ποια είναι τα στοιχεία που ρυπαίνουν σε ψυχικό επίπεδο;
CS: Ο Searles αναφέρεται όχι µόνο στον Winnicott, αλλά και στην κλαϊνική θεωρία, η οποία θα επηρεάσει επίσης πολύ τη σκέψη των ψυχαναλυτών που - σε αυτόν τον αιώνα- ασχολήθηκαν µε τις ψυχικές άµυνες σε σχέση µε τη αντιµετώπιση σοβαρών κλιµατικών αλλαγών. Η παλινδρόµηση από την καταθλιπτική θέση, η κινητοποίηση µηχανισµών σχιζοπαρανοειδών και η ασυνείδητη καταστροφικότητα είναι οι εννοιολογικές βάσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η σκέψη τους. Για λόγους συντοµίας, αναφέρω συνοπτικά µόνο τις σκέψεις τριών συναδέλφων:
Η Sally Weintrobe (2013α, σ. 7-8) δηλώνει ότι, όταν αντιµετωπίζουµε τις κλιµατικές αλλαγές, τίθενται σε εφαρµογή τρεις διαφορετικές µορφές απόρριψης: ο αρνητισµός (negazionismo), άρνηση (negazione) και διάψευση (diniego). Καθεµία από αυτές τις µορφές περιλαµβάνει διαφορετικά ριζικά αποτελέσµατα:
α) ο αρνητισµός είναι εύκολα αναγνωρίσιµος και συνίσταται στην εκ προθέσεως διάδοση της παραπληροφόρησης για πολιτικά, ιδεολογικά ή εµπορικά συµφέροντα. Είναι ένας οργανωµένος και προγραµµατισµένος αµυντικός τρόπος µε άκρως κυνικούς όρους και τον εντοπίζουµε σε πολιτικές εκστρατείες ή σε επεξηγηµατικές κάρτες που προωθούν ένα προϊόν, µειώνουν την αξία ή αµφισβητούν (tout court) τις επιστηµονικές ανακαλύψεις όσον αφορά την αλλαγή του κλίµατος.
β) Η άρνηση συνεπάγεται την επιβεβαίωση, ότι κάτι "δεν υπάρχει πραγµατικά", όταν όµως αυτό είναι αλήθεια, ότι υπάρχει τότε µας βοηθά να υπερασπιστούµε τον εαυτό µας από την αγωνία και την απώλεια. Είναι ένας τρόπος απόρριψης που αποτελεί το πρώτο µεταβατικό στάδιο πένθους στην αποδοχή µιας οδυνηρής πραγµατικότητας, δύσκολο να γίνει ανεκτή. Το άτοµο λέει όχι στην πραγµατικότητα, αλλά δεν την διαστρεβλώνει.
γ) Η διάψευση παρουσιάζει ένα πιο σοβαρό πρόβληµα, αφού γνωρίζουµε και δεν γνωρίζουµε ταυτοχρόνως. Από τη µία πλευρά, η πραγµατικότητα είναι γνωστή και αποδεκτή, από την άλλη, µε ένα είδος ψυχολογικής αλχηµείας, το νόηµά της είναι έντονα ελαχιστοποιηµένο. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός ο αµυντικός τρόπος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος και αδύνατον να τον διαχειριστείς, επειδή οι άµυνές µας τείνουν να γίνονται όλο και πιο δύσκαµπτες και ριζωµένες σε σχέση µε τη συγκρότηση των αγχών. Τοποθετούµε τους εαυτούς µας σε µια εναλλακτική πραγµατικότητα, για να κρατήσουµε ξεχωριστά τα αυξανόµενα αρνητικά συναισθήµατα και ασυνείδητα επιτιθέµεθα µε διαστροφικό τρόπο στο ορθολογικό νόηµα, προτείνοντας ένα είδος αντι-νοήµατος.
Ο Joseph Dodds στην «Psychoanalysis and Ecology at the Edge of Chaos» (2011), κινείται, όχι πάντα εύκολα, µεταξύ των διαφορετικών ψυχαναλυτικών παραδειγµάτων και των θεωρητικοποιήσεων του Felix Guattari, που αντικρούει τη δυϊστική αντίθεση µεταξύ του ανθρώπινου (πολιτισµικού) συστήµατος και του µη ανθρώπινου συστήµατος (φυσικού), πογραµµίζει την παρουσία µιας σειράς απρόβλεπτων διασυνδεδεµένων και εξαιρετικά πολύπλοκων µη γραµµικών συστηµάτων τα οποία εντάσσονται στα φαινόµενα της κλιµατικής αλλαγής, διεγείροντας τους φόβους και τις ανησυχίες των ατόµων, των οµάδων, των κοινοτήτων σε εθνικό και παγκόσµιο επίπεδο και προσδιορίζοντας εκείνες τις διασυνδέσεις µεταξύ της τοπικής και της διαπλανητικής οικολογίας, που δεν µπορεί να κατανοήσει από µόνο του κανένα επιστηµονικό πεδίο. Οι µηχανισµοί άµυνας, οι ενδοψυχικές τακτικές που ενεργοποιήθηκαν, για να ελέγχεται το άγχος σε σχέση µε την οικολογική καταστροφή, αποτελούν εµπόδιο στην κατασκευή εποικοδοµητικών αντιδράσεων και στην κινητοποίηση των ενεργειών απαρτίωσης
και είναι η σχάση, η διανοητικοποίηση, η απώθηση, ο εκτοπισµός, η καταστολή, η διάψευση. Εποµένως, αναρωτιόµαστε αν η κεντρική δυναµική προέρχεται από ένα αυξανόµενο άγχος ως απάντηση στο τεράστιο µέγεθος του προβλήµατος, από την αδυναµία του οποίου πρέπει να υπερασπιστούµε τους εαυτούς µας, ή αν το άγχος αυξάνεται σε σχέση µε ένα τόσο τεράστιο πρόβληµα που παραµένει ακατανόητο για την ανθρώπινη συναισθηµατική κλίµακα και συµπεραίνει ότι οι δύο παράγοντες πιθανόν να λειτουργούν ταυτόχρονα. Συγκεκριµένα, αναφέρεται στις αναπτυξιακές φάσεις της Melanie Klein, συµπεριλαµβανοµένης της φαντασίας ενός Στήθους-Γη, αδιάκοπα και ατελείωτα διαθέσιµου, όπου η σχιζο-παρανοειδής απάντηση στον απαραίτητο απογαλακτισµό οφείλει να κινηθεί προς µια καταθλιπτική θέση, µε τη σχετική επιθυµία για αποκατάσταση της απώλειας, του πόνου και της απογοήτευσης.
Ο Renee Lertzman (2015) εισάγει την ιδέα µιας «περιβαλλοντικής µελαγχολίας», για να περιγράψει την κατάσταση του ανεπεξέργαστου πένθους σε σχέση µε τις επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής. Δεν πρόκειται για απάθεια (έλλειψη του pathos) ή για έλλειψη συνειδητοποίησης, αλλά για το πόσο το γεγονός ότι το να αισθάνεσαι πολύ και έντονα θα µπορούσε να οδηγήσει στην παράλυση και στο αίσθηµα αδυναµίας στο να ενεργήσει.
Ο Lertzman αντιτίθεται στον λεγόµενο «µύθο της απάθειας», στο συναισθηµατικό φράγµα, στη φερόµενη συναισθηµατική αναισθησία των περισσότερων περιβαλλοντικών εκστρατειών, σύµφωνα µε τις οποίες οι άνθρωποι δεν ασχολούνται, επειδή δεν τους νοιάζει. Δεν είναι µόνο η ανησυχία που απουσιάζει, αλλά µάλλον είναι µερικές φορές παρούσα σε υπερβολή και συνδέεται µε πολύπλοκες ασυνείδητες άµυνες.
5) ΔΜ: Πώς µπορεί το περιβάλλον και η υποβάθµισή του να εισέλθουν στη σύσταση των ψυχοπαθολογικών συµπτωµάτων και να αλληλεπιδράσουν µαζί τους;
CS: Στο άρθρο µου «Respect for the Environment. Psychoanalytical Considerations on the Ecological Crisis» που δηµοσιεύτηκε στο International Journal of Psychoanalysis, προσπαθώ να επισηµάνω τη σχέση µεταξύ της οικολογικής υποβάθµισης και της ψυχικής συµπτωµατολογίας µέσω κάποιων κλινικών περιπτώσεων. Αναφέρω δύο. Στην πρώτη κλινική περίπτωση, ένα από τα συµπτώµατα που παρουσιάστηκαν συνίστατο στη δυσκολία διαφοροποίησης των αποβλήτων και συλλογής τους στα κατάλληλα δοχεία, καθώς η ασθενής δεν ήταν σε θέση να επενδύσει συµβολικά, δηλαδή να αναπαραστήσει έναν πιθανό µελλοντικό χρήσιµο µετασχηµατισµό των σκουπιδιών. Όταν στην αναλυτική σχέση άρχισαν να ξετυλίγονται οι πιο συγκεχυµένες πτυχές και οι συνθήκες δηµιουργήθηκαν, για να διαχωριστούν στον εσωτερικό της κόσµο τα καλά από τα κακά πράγµατα, µπόρεσε να ξεκινήσει έναν δυνατό συµβολικό µετασχηµατισµό των σκουπιδιών, µε σκοπό να παράγουν κάτι χρήσιµο µέσω της ανακύκλωσης. Δηλαδή, όταν ήταν σε θέση να διαχωρίσει στο πλαίσιο της αναλυτικής σχέσης, την καλή και φροντιστική µητέρα από τη µητέρα που ήταν ανίκανη να υποδεχθεί τις ανάγκες της, µπόρεσε να αναδείξει νέες δυνατότητες, που προηγουµένως γινόταν µε τρόπο µπερδεµένο.
Στη δεύτερη περίπτωση, η έκρηξη των συναισθηµάτων, που µέχρι τότε διατηρήθηκαν µε εµµονή υπό έλεγχο, παράγει ανασφάλεια στον ασθενή και ευνοεί τη µετάβαση από µια υπερβολικά άκαµπτη διαφοροποίηση των σκουπιδιών σε µια συγχυτική αδιαφοροποίητη κατάσταση. Το αναλυτικό έργο, που ευνοεί την αναγνώριση των συναισθηµάτων ως υπαρξιακών πτυχών που µετριάζουν την τεράστια οικονοµική προσπάθεια που αποτελεί τη βάση του ελέγχου, όχι απαραίτητα καταστροφική για οποιαδήποτε επιχειρησιακή δυνατότητα, επέτρεψε στον ασθενή να έρχεται σε επαφή µε τον φόβο, µε τη βρωµιά, µε το βρώµικο, µε τη σύγκρουση µεταξύ ασφάλειας και πάθους, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε εξαντλητικούς ψυχαναγκασµούς, αλλά να αποδέχεται το όριο και την ενσυναίσθηση.
Διαφορετικές νευρωτικές πτυχές της προσωπικότητας και διαφορετικές προσωπικές ιστορίες εισέρχονται σε έντονες συνθήκες στη σχέση του ανθρώπου µε τα απόβλητα, την σπατάλη και τη διαρροή, τη ρύπανση και τις σχετικές συµβολικές σηµασίες, προκαλώντας ανεπαρκή, ασυνάρτητη και µερικές φορές ακόµη και επικίνδυνη συµπεριφορά σε σχέση µε την σωµατοψυχική ευηµερία του ατόµου, καθώς και µε άλλα είδη και τον πλανήτη γενικά.
6) ΔΜ Ποια είναι η θέση σας, οι σκέψεις σας, σε αυτά τα σηµαντικά και τόσο επίκαιρα θέµατα;
CS Πιστεύω ότι, όσον αφορά τους κινδύνους για την οικολογική καταστροφή που καθορίζεται από µια εξέλιξη χωρίς κανόνες και χωρίς µνήµη και εποµένως «κανιβαλιστική», είναι απαραίτητο να διερευνηθεί η ατοµική δυναµική και οι υποκείµενες συγκρούσεις, καθώς και οι δυναµικές και οι οικογενειακοί τρόποι ζωής που κατανοούνται στο πλαίσιο που δηµιουργούνται. Αυτή η κατανόηση είναι η αφετηρία για την τροποποίηση της δυναµικής και του τρόπου ζωής των ατόµων και των οικογενειών, για να επιτρέψουµε µια ανανεωµένη διάσταση της αδελφικής (fraterna) συνεργασίας, όπου κάθε µεµονωµένη βιώσιµη δράση θα είναι δηµιουργική, µε σεβασµό και αποκατάσταση, που θα γίνει µέρος µιας συνολικής ανανέωσης, µέσω της ανάληψης της ατοµικής ευθύνης, σε έναν ορίζοντα νοήµατος που αναφέρεται αυστηρά στην αρχή της πραγµατικότητας, αλλά αντιτίθεται στον σκεπτικισµό εκείνων που πιστεύουν ότι το άτοµο καταδικάζεται σε ανικανότητα, κλειδωµένο σε ένα είδος αυτοκτονικής περιβαλλοντικής µελαγχολίας.
Πιστεύω επίσης ότι πολλοί από τους µηχανισµούς που περιγράφονται σε ατοµικό επίπεδο, mutatis mutantis, µπορούν επίσης να χρησιµοποιηθούν ως αµυντικοί µηχανισµοί της οµάδας. Για παράδειγµα, είναι χρήσιµο να αναλύσουµε ορισµένες αµυντικές πτυχές που είναι εγγενείς στον περιβαλλοντικό αγώνα και που µπορεί να µειώσουν τον επικοινωνιακό αντίκτυπο του οικολογικού µηνύµατος. Η φανατική κοµφορµιστική προσκόλληση στην οικολογική ιδεολογία, η άκριτη εξύµνηση του φυσικού κόσµου, η εµµονή στη δραµατοποίηση των πρακτικών της
περιβαλλοντικής άµυνας, η αντίθεσή της στην επιστηµονική πρόοδο, µπορεί να διαµορφωθεί ως αµυντικός µηχανισµός που, µε την εξιδανικευµένη έµφαση στη σχέση του ανθρώπου µε τη φύση, στην πραγµατικότητα το παραµορφώνει, καθιστώντας το ρητορικό και ουσιαστικά µη αυθεντικό. Επιπλέον, οι προσπάθειες που απευθύνονται άµεσα µόνο για πρακτικές ενέργειες περιβαλλοντικής αλλαγής, εάν είναι επίσης ένοχες και τροµοκρατικές, κινδυνεύουν να αποτύχουν, επειδή δε λαµβάνουν υπόψιν τις συγκεχυµένες συναισθηµατικές επενδύσεις, τις αναµνήσεις, τις επιθυµίες και την αγωνία των ατόµων.
Παρά το γεγονός ότι ο χρονικός ορίζοντας για την ανάληψη αποτελεσµατικών ενεργειών είναι πολύ περιορισµένος, για το καλό της ανθρωπότητας, σηµειώνουµε ότι είµαστε µέρος του προβλήµατος και ότι είµαστε µέρος της λύσης, η οποία στην εποχή του Ανθρωποκαίνιου* (Antropocene) πρέπει να διαµορφώσουµε νέα συνείδηση και νέα ηθική. Λοιπόν, να προσπαθήσουµε να αντιµετωπίσουµε τα εξωτερικά εµπόδια και, όσοv αφορά εµάς τους ψυχαναλυτές και τα εσωτερικά, να καταβάλλουµε κάθε προσπάθεια προκειµένου να διαµορφώσουµε ευνοϊκές συνθήκες που θα ενισχύουν τη φροντίδα για το περιβάλλον, χωρίς να απογοητευόµαστε, όταν µερικοί αποτυγχάνουν!
«Η σιωπή είναι το πραγµατικό έγκληµα», έγραψε η Hanna Segal (1987), καταγγέλλοντας τους κινδύνους που ενυπάρχουν στα πυρηνικά όπλα, χωρίς να συντάσσεται µε τη διάψευση των ασθενών για την εξωτερική κατάσταση, αλλά επίσης αποφεύγοντας ο αναλυτής να επιβάλλει τις ανησυχίες του στον ασθενή. Οι ψυχαναλυτές πρέπει να κατανοήσουν την υποκίνηση της Hanna Segal και να αναλάβουν σαφή πολιτική δέσµευση, σαφή πολιτική θέση απαλλαγµένη από κάθε παρεξήγηση προς την επείγουσα ανάγκη για διατήρηση και φροντίδα του κόσµου. Πρέπει, επίσης, να αναζωπυρώσουν την ικανότητα να σκέπτονται και να ονειρεύονται ένα καλύτερο µέλλον και να συµµετέχουν και να συµβάλλουν στην ενίσχυση της αίσθησης της αναλογίας και στη διατήρηση µιας επαρκώς καλής ζωής, στην οποία µπορεί να υπάρχει χώρος για αγάπη και δηµιουργικότητα, για µαγεία και ψευδαίσθηση, που µελετά µε ακεραιότητα και ειλικρίνεια και τις δυσάρεστες πτυχές της ύπαρξης.
* «Ανθρωπόκαινο» ή « Ανθρωπόκαινος περίοδος» όρος που περιγράφει την καθοριστική παρέμβαση του ανθρώπινου πολιτισμού στη μοίρα του πλανήτη, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος έγινε πλέον γεωλογικός παράγων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Dodds, J. (2011), Psychoanalysis and Ecology at the Edge of Chaos. Λονδίνο: Routledge.
Lacan, J. (1959-60), Il Seminario. Libro VII. L'etica della psicoanalisi. Trad. it. Torino: Einaudi, 1994.
Lertzman, R. A. (2015), Environmental Melancholia: Psychoanalytic Dimensions of Engagement.Londra: Routledge.
Freud, S. (1915b), Caducità. OSF, vol. 8.
Freud, S. (1927), L’avvenire di un’illusione. OSF, vol. 10.
Freud, S. (1929), Il disagio della civiltà. OSF, vol. 10.
Klein, M. (1935), “Un contributo alla psicogenesi degli stati maniaco depressivi” (pp. 297-325). In Id., (1948-1952), Scritti 1921 – 1958. Trad. it. Torino: Boringhieri, 1978.
Klein, M. (1946), “Note su alcuni meccanismi schizoidi” (pp. 409-434). In Id., op.cit.
Klein, M. (1948-1952), Scritti 1921 – 1958. Trad. it. Torino: Boringhieri, 1978.
Pichon-Rivière, E. (1971), Il processo gruppale. Dalla psicoanalisi alla psicologia sociale. Trad. it. Loreto: Lauretana, 1985.
Puget, J. e Wender, L. (1982), Analista y paciente en mundos superpuestos, Psicoanálisis, 4, 3: 503-536.
Schinaia, C. (2016), Interno Esterno. Sguardi psicoanalitici su architettura e urbanistica. Roma: Alpes Italia.
Schinaia, C. (2019), Respect for the Environment. Psychoanalytical Considerations on the Ecological Crisis. International Journal of Psychoanalysis, 100, 2: 272-286.
Searles, H. F. (1960), L’ambiente non umano nello sviluppo normale e nella schizofrenia. Trad. it. Torino: Einaudi, 2004.
Searles, H. F. (1972/1979), Unconscious Processes in Relation to the Environmental Crisis, Psychoanalytic Review, 59: 361-374. Trad. it. “Processi inconsci relativi alla crisi ecologica” (pp. 171-182). In Id., Il controtransfert. Trad. it. Torino: Bollati Boringhieri, 1994.
Segal, H. (1987), Silence is the Real Crime, International Review of Psychoanalysis, 14: 3-12.
Weintrobe, S. (2013), “On the Love of Nature and on Human Nature. Restoring Split Internal Landscapes” (pp. 199-213). In Id. (a cura di) (2013), Engaging with the Climate Change: Psychoanalysis and Interdisciplinary Perspective. London: Routledge.
Winnicott, D.W.W. (1965), Sviluppo affettivo e ambiente. Trad. it. Roma: Armando, 1974.
Winnicott, D. W. (1986). Il muro di Berlino (pp. 237-243). In Id. Dal luogo delle origini. Trad. it. Milano: Cortina, 1990.
Νίκος Λαμνίδης - Ψυχανάλυση & Οικολογία, (Με αφορμή τα κείμενα του Cosimo Schinaia)
Η Ψυχανάλυση (όπως όλα τα μεγάλα πνευματικά ρεύματα) ξεκίνησε σαν ένα δημιουργικό σχεδίασμα της μεγαλοφυΐας του Sigmund Freud. Όχι σαν σχέδιο δημιουργίας ενός νέου επιστημονικού πεδίου.
Οι περιπέτειες του νεαρού corpus γνώσης που άρχισε να σχηματίζεται με βάση τα κείμενα του Αυστριακού γιατρού, έθεσαν και τις περαιτέρω προϋποθέσεις οριοθέτησης ενός επιστημονικού πεδίου, που αναπόφευκτα κάτι περιλάμβανε και κάτι άλλο απέκλειε.
Η παράδοση της Αναγεννησιακής πολυμάθειας του Freud, που του επέτρεπε να μετακινείται σε πλήθος περιοχών του επιστητού, ήρθε, γρήγορα, σε αντίθεση με τις απαιτούμενες οριοθετήσεις του επιστημονικού πεδίου με το όνομα Ψυχανάλυση, οριοθετήσεις, εν τέλει, τις οποίες προσυπέγραψε και ο ίδιος, ως ιδρυτής.
Έτσι ο Freud προέβη στον περίφημο καθορισμό της παραδοχής εννοιών όπως το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, οι αντιστάσεις και η μεταβίβαση κλπ., ως συνθημάτων-εισόδου-στο-ψυχαναλυτικό-στρατόπεδο (shibboleth∙ 1905, σ. 226 [υποσημείωση του 1920]).
Το γεγονός ότι η Ψυχανάλυση εξελίχθηκε σε επάγγελμα (έστω και «αδύνατο», κατά τον Freud) είναι κάτι που θα φαινόταν αδιανόητο στον ίδιο τον (μετέπειτα) ιδρυτή της, στις αρχές του αιώνα. Εξίσου απρόβλεπτη θα ήταν τότε και η μετέπειτα μέριμνά του να περιφρουρήσει το επιστημονικό πεδίο που άρχισε να σχηματοποιείται.
Συνεπώς η Ψυχανάλυση δεν μπορούσε παρά να πάψει να είναι ένα δημιουργικό παίγνιο ενός μεγαλοφυούς, πρώην νευροεπιστήμονα, όταν εξελίχθηκε σε επιστημονικό πεδίο και επαγγελματική ιδιότητα (ταυτότητα) που άρχισε να διδάσκεται μέσα σε εξειδικευμένου θεσμικά πλαίσια (ψυχαναλυτικά ινστιτούτα).
Τότε άρχισε και ένα είδος άτυπης νομενκλατούρας των Φροϋδικού έργου. Τα θεωρούμενα «κοινωνιογενετικά» έργα του, ως στερούμενα άμεσης κλινικής εφαρμοσιμότητας, και όχι μόνον, ήταν αναπόφευκτο να περιπέσουν σε αδράνεια.
Τοτέμ &Ταμπού, Μαζική Ψυχολογία &Ανάλυση του Εγώ, Η Δυστυχία στον Πολιτισμό και Μωυσής &Μονοθεϊσμός είναι μεταξύ των κυρίων παραδειγμάτων κειμένων που εξέλειπαν σχεδόν παντελώς από τα curricula των ψυχαναλυτικών εκπαιδεύσεων (Chodorov, 2020). Οι ψυχαναλυτές φαίνεται ότι δεν τα θεωρούσαν πλέον ως «κύρια» έργα.
Η ψυχανάλυση είναι μέθοδος που εφαρμόζεται σε εξατομικευμένη βάση. Προς τι λοιπόν η «κοινωνιο-γένεση»; Μήπως, τελικά, αυτή η οπτική δεν είναι ψυχανάλυση; Η σφοδρότητα και η βιαιότητα με την οποία από ορισμένες εκφάνσεις του πάλαι ποτέ «ψυχαναλυτικού κινήματος» αποβάλλονταν οι «αιρετικοί» (Bergman, 2004) μπορεί να συγκριθεί μόνον με τις ευτυχέστερες στιγμές του μπολσεβικισμού.
Αυτό το κλίμα του ορθοδοξολογούντος αυταρχισμού αμφισβητήθηκε τα τελευταία χρόνια, με την αναλογούσα «προτεσταντική» σφοδρότητα. Είτε ως διϋποκειμενικό και σχεσιακό ρεύμα (Greenberg, 2015), είτε ως μετα-νεωτερικό, κονστρουκτιβιστικό ρεύμα (Levine, 2012, Kohon, 2019), μεταξύ πολλών άλλων, οι mainstream ψυχαναλυτικές θέσεις τέθηκαν σε καθεστώς ανηλεούς κριτικής και αμφισβήτησης, ενίοτε αμφιλεγόμενης και επιστημονικά (και μεταψυχολογικά) ατεκμηρίωτης. Αλλά τα ρεύματα αυτά φάνηκε να έχουν αναζωογονητικές επιπτώσεις νεαροποίησης στους ιστούς της πάλαι ποτέ ηχηρής και, πλέον, ταχέως γηράσκουσας ψυχαναλυτικής επιδραστικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με τα κύρια ρεύματα των ψυχαναλυτικών θεσμών, δεν εξέλειπαν οι θεωρητικές φωνές που επιζητούν την «αφύπνιση» της Ψυχανάλυσης και την επάνοδό της στο χώρο της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας, όπου διέπρεπε, μέχρι και το προτελευταίο τέταρτο του προηγουμένου αιώνα.
Στα πλαίσια αυτού του ψυχαναλυτικού «προτεσταντισμού», αλλά και των εναλλακτικών φωνών, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα κείμενα και τις απόψεις του Ιταλού συναδέλφου Cosimo Schinaia (CS), που οι συνάδελφοι της επιτροπής ιστοσελίδας μου ζήτησαν να σχολιάσω.
Πρόκειται για έναν ψυχαναλυτή που βιώνει με ιδιαιτέρως δραματικό τρόπο την οικολογική επικαιρότητα και αποπειράται εν συνεχεία να προσδώσει στα κλινικά/μεταβιβαστικά βιώματα των αναλυόμενων του, αλλά και στην δική του αντιμεταβίβαση έναν γενικότερο θεωρητικό προσανατολισμό.
Ο CS (1919, σ. 271) εκκινεί από την παραμερισμένη Δυστυχία στον Πολιτισμό για να εντοπίσει Φροϋδικά σπαράγματα σχετικά με το περιβάλλον. Αλλά εννοούσε (εννοιολογούσε) ο Freud με τον ίδιο τρόπο το «περιβάλλον» όπως το εννοούμε σήμερα; Η ρομαντική οπτική ενός ιδιοφυούς διανοούμενου του Μεσοπολέμου πόσο συμπορεύεται με την σημερινή Οικολογία, που μας καλεί να επανεξετάσουμε με ριζικό τρόπο την κοσμαντίληψή μας για την έννοια της «προόδου», της «τεχνολογίας», της «οικονομίας» κλπ;
Ο CS επικεντρώνεται και στον Searles και στην διαφοροποίηση του ανθρώπινου (στοιχείο) από το μη-ανθρώπινο (στοιχείο). Και εμφανίζεται ξανά αυτή η ασίγαστη ρομαντική «διαμαρτυρία», αυτή τη φορά του Searles, απέναντι στην «απάθεια».
Είναι ενδιαφέρον ότι ο CS δείχνει να αποσκοπεί στην κινητοποίηση της «οικολογικής συνείδησης» μας, καθώς, εκ παραλλήλου με τον Searles, καταγγέλλει με σφοδρότητα τις «ασυνείδητες άμυνες του εγώ απέναντι σε διάφορα είδη άγχους [και το πώς …] η σχέση μας με το περιβάλλον διηθείται από αμφιθυμία και καταστροφικότητα…» (opcit, σ. 275). Μοιάζει σαν (ο εξεγερμένος CS, δίπλα στον εξεγερμένο Searles) να έχει λησμονήσει την θεμελιώδη ψυχαναλυτική υπόθεση ότι οι ψυχικές δράσεις (mental acts, Freud, 1900, σ. 553) δεν είναι συνειδητά εμπρόθετες και δεν τροποποιούνται με το «έτσι θέλω».
Η (αντιμεταβιβαστική) οργή του CS δεν σταματάει στο σημείο αυτό. Οι παρατιθέμενες καταγγελίες του Searles για εκδικητικούς πατέρες, για συντριπτικές απώλειες παιδικής ηλικίας, για μεγαλειώδεις και παρανοειδείς οργανώσεις, και για βιώματα σύγχυσης καλού και κακού αντικειμένου (opcit, σ. 276) συνιστούν συγκινητικές φωνές, πλην όμως δεν ευσταθούν, από την θεωρητική (μεταψυχολογική) ένδεια μίας θεώρησης όπου οι ενδοψυχικές/ατομικές εννοιολογήσεις μεταφέρονται (μεταβιβάζονται;) αυτούσιες στον περιβάλλοντα κόσμο.
Ο CS αναφέρεται, μέσω του κειμένου της Ambrosiano, στην απουσία ανθρωπιάς που προϋποθέτει «έναν εκτεταμένο χώρο, εντός του οποίου το υποκείμενο μπορεί να επεκταθεί και να υποδεχθεί την ετερότητα εντός του» (opcit). Και μετά: «Αντί για την αντιπαράθεση εξωτερικού και εξωτερικού κόσμου, μεταξύ μέσα και έξω, μπορούμε να φαντασθούμε ένα έξω-μέσα και ένα μέσα έξω, που υπογραμμίζει τα όρια της υποκειμενοποίησης για χάρη την ιδέας ενός εκτεινόμενου νου» (opcit, σ. 277). Εδώ θα συμφωνήσω ότι η αενάως ημιτελής υποκειμενοποίηση είναι μία τυπική κλινική συνθήκη που όμως ανάγεται στον αναπόδραστα τραυματικό χαρακτήρα κάθε περιβάλλοντος.
Αλλά 44 χρόνια νωρίτερα ο S.H. Foulkes έγραφε: «Τι είναι ο νους;… Δεν πιστεύω ότι ο νους βρίσκεται κατά βάση μέσα στο πρόσωπο, στο άτομο […] Ο νους, που συνήθως αποκαλείται ενδοψυχικός, είναι ιδιότητα της ομάδας […] συνεπώς δεν μπορούμε να κάνουμε τη συμβατική διάκριση μεταξύ μέσα και έξω, ή μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας. Ότι είναι μέσα είναι επίσης και έξω, ότι είναι έξω είναι επίσης και μέσα» (1974, σ. 277-8).
Γενικότερα, το ερώτημα των συμφραζομένων κάθε ψυχο-γενετικής διαδικασίας και κάθε διεργασίας υποκειμενοποίησης, με άλλα λόγια το ερώτημα του μέσα σε ποιο κόσμο και με ποιες συνθήκες «γεννιέται» και «αναπτύσσεται» ο ψυχισμός, καθώς και το ερώτημα αν υπάρχει ψυχισμός χωρίς κόσμο, αν υπάρχει μωρό χωρίς μητέρα (κατά παράφραση του Winnicott), και εν τέλει το ερώτημα που αφορά τα όρια της ανθρώπινης ατομικότητας δεν φαίνεται να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος του CS.
Ο τελευταίος δείχνει να συλλαμβάνει το οικολογικό ζήτημα με όρους ατομικής ψυχολογίας και, το χειρότερο, με όρους ψυχοπαθολογίας. Αλλά οι κίνδυνοι της ψυχολογικοποίησης (psychologization) των κοινωνικο-πολιτικών και των κοινωνιακών ερωτημάτων έχουν δειχθεί ήδη, με τις μελέτες του Moscovici (1961). Και η γενετική μας δείχνει πλέον ότι ακόμη και το ίδιο γονίδιο έχει εντελώς διαφορετική εκφραστικότητα, και φαινότυπο, ανάλογα με το περιβάλλον (Jimenez, et al, 2018).
Η απόδοση «στον άνθρωπο» καταστροφικών φαντασιώσεων που η εννοιολόγησή τους ήρθε μέσα από την διερεύνηση ατομικών ψυχισμών είναι ένα λογικό σφάλμα αναγωγισμού (reductionism) που οι ψυχαναλυτές θα πρέπει να είμαστε εν εγρηγόρσει για να μην διαπράξουμε. Να μην ακολουθήσουμε δηλαδή τη μοίρα του γραφικού φωνασκούντος ηθικολόγου.
Έτσι, και οι καταναγκαστικές αμυντικές διατάξεις των αναλυομένων που παρουσιάζει ο CS, έστω και αν μοιάζουν να αγγίζουν την θεματική της οικολογίας δεν σημαίνει ότι θέτουν και μία οικολογική προοπτική του κόσμου. Η παλιά, γνωστή διάκριση της διαλεκτικής αισθητικής θεωρίας ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, κάνει εδώ πάλι την εμφάνισή της, σε άλλο πλαίσιο αλλά με ομόλογη βαρύτητα.
Όταν ο CS στρέφεται προς αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ομαδικές στάσεις» αντιλαμβάνεται, πάλι με την βοήθεια της Ambrosiano, πώς η ομαδικότητα και η ιδεολογικοποίηση μπορεί να είναι εξ ίσου αμυντικές.
Και τότε αναφέρεται στην «εσωτερική μετανάστευση», την τόσο επιτυχή εννοιολόγηση της Hannah Arendt (opcit, σ. 282) που επιτυγχάνει, κατά τη γνώμη μου, μία ευτυχή συμβολική σύνδεση του μέσα με το έξω.
Αλλά σε γενικές γραμμές η εμμονή του CS στην αδόκιμη κοινωνιακή (societal) γενίκευση Κλαϊνικών ψυχαναλυτικών εννοιολογήσεων επικρατεί συστηματικά.
Θα συμφωνούσα όμως με την (αναφερόμενη από τον CS) Sally Weitrobe ότι η γενική κοινωνιακή αντίσταση στην επερχόμενη οικολογική λαίλαπα μπορεί να σχετίζεται με την (υποκινημένη από τα πολιτισμικά πρότυπα της ιδιωτεύουσας ατομικότητας των τελευταίων αιώνων της Δύσης [MacIntyre, 1981]) υπονόμευση της σύνδεσης/εξάρτησής μας από το περιβάλλον/κόσμο. Μία αντίσταση στην οποία και η ίδια η ψυχανάλυση συνέβαλε, με την περαιτέρω συνεισφορά στην ιδεολογικοποίηση της ιδιώτευσης.
Ο CS, στη συνέντευξή του στον Δημήτρη Μαλιδέλη (που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΨΕ) αναφέρεται, ορθά πιστεύω, στον Pichon-Rivière, τον ιδιαίτερο Ελβετο-Αργεντινό ψυχαναλυτή που επισήμανε ορισμένα αδιέξοδα της ψυχο-κοινωνικής ιδιώτευσης (που στις λατινογενείς γλώσσες ταυτίζεται με την ηλιθιότητα). Στη συνέντευξη αυτή ο CS δίνει κάπως μεγαλύτερο βάρος στη σημασία των συμφραζομένων και του πλαισίου εντός του οποίου σκεπτόμαστε, αλλά συνεχίζει να διαπράττει το συστηματικό σφάλμα της άκριτης και αναγωγιστικής χρήσης ψυχολογικών εννοιολογήσεων στον κοινωνιακό πεδίο.
Όμως, σε γενικές γραμμές, θα συμφωνούσα με την πρόνοια του CS να μην υποκύπτουμε σε εξιδανικεύουσες ιδεολογικές σειρήνες. Αλλά αυτό αφορά πρώτα και κύρια εμάς τις ίδιες, και τις θεωρητικές μας προτιμήσεις.
OPeter Fonagy προέβη πρόσφατα (Fonagy etal, 2015) σε μία πολύ ενδιαφέρουσα τομή: Εισάγει στους θεραπευτικούς στόχους της ψυχανάλυσης την αποκατάσταση της ικανότητας του αναλυόμενου για χρήση και για τροποποίηση του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Μία τέτοια θεωρητική οπτική δεν έχει κανένα στοιχείο πολιτικού βολονταρισμού ή ψυχολογικοποιημένης κοινωνιολογίας, αλλά συνάγεται από την θεωρία της επιστημικής πίστης (epistemic trust) που ο ίδιος ο Fonagy εισήγαγε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας (EPF), στην Βαρσοβία (2018).
Είναι ενδιαφέρον σε ποιες κατευθύνσεις θα οδηγηθεί ο κλάδος μας, με τις ισχυρές οικουμενικές, πολιτικοκοινωνικές, ιδεολογικές και επιστημικές αναταράξεις να μας περιβάλλουν.
Βιβλιογραφία
Bergman, M. (2004). Understanding Dissidence & Controversy in the History of Psychoanalysis. Chevy Chase, MD: International Psychotherapy Institute.
Chodorov, N. J. (2019). The Psychoanalytic Ear & the Sociological Eye. Towards an American Independent Tradition. NY: Routledge.
Fonagy P. & Allison, E. (2018). Development of the Human Mind and Epistemic Trust. Warsaw:EPF Conference.
Fonagy P., Luyten P., Allison E. (2015). Epistemic Petrification and the Restoration of Epistemic Trust: a new Conceptualization of Borderline Personality Disorder and its psychosocial treatment. J. Pers. Disord. 29:575–609.
Foulkes, S.H. (1974). Selected Papers: Psychoanalysis and Group Analysis. London: Karnac, 1990.
Greenberg, J. (2015). Therapeutic Action and the Analyst's Responsibility. Journal of the American Psychoanalytic Association63:15-32.
Jiménez JP, Botto A, Herrera L, Leighton C, Rossi JL, Quevedo Y, Silva JR, Martínez F, Assar R, Salazar LA, Ortiz M, Ríos U, Barros P, Jaramillo K and Luyten P (2018). Psychotherapy and Genetic Neuroscience: An Emerging Dialog. Front. Genet. 9:257.
Kohon, G. (2019). Aesthetics, the Uncanny and the Psychoanalytic Frame. Athens: 13th HPS Conference.
Levine, H.B. (2012). The Analyst's Theory in the Analyst's Mind. Psychoanal. Inq.32:18-32.
MacIntyre, A. (1981). After Virtue. Notre Dame, IN: Notre Dame Press, 2007.
Moscovici, S. (1961). La Psychanalyse, son Image et son Public. Paris: PUF.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ #04 - Η Ψυχανάλυση στην εποχή του διαδικτύου - Ημερίδες Διαλόγου
Στις 3 και στις 10 Μαρτίου 2018, τα μέλη της Επιτροπής Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Εκδόσεων της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, προσκάλεσαν δεκατρείς νέους συνάδελφους, αρκετοί εκ των οποίων ήταν μεταπτυχιακοί φοιτητές, και διοργάνωσαν δύο ημερίδες Διαλόγου και ομάδων εργασίας με θέμα “Η ψυχανάλυση σε έναν κόσμο που αλλάζει", στο πλαίσιο του αντίστοιχου Διαλόγου της ιστοσελίδας της ΕΨΕ.
Σκοπός αυτών των συναντήσεων ήταν η παρουσίαση και συζήτηση ορισμένων επίκαιρων θεωρητικών και κλινικών ερωτημάτων, που συνδέονται με τις εξελίξεις και τις μεταβολές που έχει επιφέρει η τεχνολογική και η επιστημονική πρόοδος, μέσα σε μία κοινωνική πραγματικότητα η οποία επίσης μεταβάλλεται ταχέως, δημιουργώντας νέες προκλήσεις και ενδεχομένως αντίξοες συνθήκες στην κλινική εργασία. Αυτό το θέμα έχει ήδη απασχολήσει την ψυχαναλυτική κοινότητα και θεωρούμε ότι θα απασχολήσει ακόμα περισσότερο τους νέους συναδέλφους στο εγγύς μέλλον.
Η εργασία της ομάδας του Διαλόγου επικεντρώθηκε στο ζήτημα των ιδιαίτερων συνθηκών που προκύπτουν από την τεχνολογική εξέλιξη στην επικοινωνία και την ενημέρωση στην κλινική πράξη (θεραπείες μέσω Skype, χρήση των κοινωνικών δικτύων). Η συζήτηση αναπτύχθηκε με αφετηρία ψυχαναλυτικά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί και διευρύνθηκε με την συζήτηση κλινικού υλικού, σύντομα κλινικά παραδείγματα αλλά και εκτενής παρουσίαση θεραπευτικών συνεδριών.
Τα ερωτήματα που εξετάστηκαν κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων :
- Το θεραπευτικό πλαίσιο.
- Οι ενδείξεις και οι αντενδείξεις της κλινικής εργασίας μέσω Skype και διαδικτύου.
- Οι δυσκολίες ή και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι στην ανίχνευση - ή πιθανώς πυροδότηση - αποδιοργανωτικών κινήσεων.
- Η λειτουργία της μεταβιβαστικής σχέσης.
- Η λειτουργία της παλινδρόμησης.
- Η θέση και η λειτουργία του σώματος και της αίσθησης της φυσικής παρουσίας και έκφρασης (ή της αντίστοιχης απουσίας) του ασθενούς και του θεραπευτή.
- Η εικονική πραγματικότητα και οι αναπαραστατικές διεργασίες.
- Η λειτουργία και η έκφραση του συναισθήματος.
- Το ερώτημα της αποτελεσματικότητας μίας θεραπείας η οποία διεξάγεται μέσω διαδικτύου.
Οι πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις που εκφράστηκαν και οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν, θα αποτελέσουν το υλικό ορισμένων συνεχόμενων αναρτήσεων στο πεδίο του Διαλόγου στην ιστοσελίδα. Επιθυμία της Επιτροπής Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Εκδόσεων είναι η όσο το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή όλων των μελών της ΕΨΕ στον Διάλογο με σύντομα σχόλια, ερωτήματα, κριτικές ακόμη και βιβλιογραφικές παραπομπές.
Μία πρώτη σειρά σκέψεων και απόψεων που εκφράσθηκαν στις ημερίδες συζήτησης, αναφέρονται στο κείμενο που ακολουθεί.
ΗΜΕΡΙΔΕΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ - αρχικό κείμενο των συναντήσεων της ομάδας εργασίας
- Ξεκινώντας την συζήτηση, ο Ι. Κλεώπας αναφέρθηκε στις αρχές του ψυχαναλυτικού και ψυχοθεραπευτικού πλαισίου, θέτοντας το ερώτημα, πώς αυτές οι βασικές συνθήκες της κλινικής εργασίας επαναπροσδιορίζονται σε μια εργασία από απόσταση. Θα λέγαμε ότι ένας επίσης βασικός κανόνας είναι να θέτουμε, τόσο εντός μας όσο και προς τον ασθενή μας, το πλαίσιο και τις κατά περίπτωση ειδικές συνθήκες εξαρχής όταν μεταβαίνουμε σε ηλεκτρονικά μέσα.
- Η X. Γιαννουλάκη προτιμά τις τηλεφωνικές συνεδρίες από τις συνεδρίες με χρήση κάμερας καθώς η αποφυγή των έντονων αντιληπτικών ερεθισμάτων επιτρέπει τη στροφή προς την ενδοσκόπηση με τον ίδιο τρόπο που η στάση στο ντιβάνι ευνοεί τους ελεύθερους συνειρμούς του αναλυόμενου και την ελεύθερα κυμαινόμενη προσοχή του αναλυτή. Η οπτική εγγύτητα των δυο προσώπων που επιτρέπει η κάμερα ίσως πρέπει να επιλεγεί σε ειδικές περιπτώσεις ή η διάταξη των προσώπων στο χώρο να έχει συμφωνηθεί με ακρίβεια εκ των προτέρων (και πάλι το σαφές πλαίσιο είναι σημαντικό). Σημείωσε επίσης την απώλεια των άλλων αισθήσεων: λείπουν οι οσμές, οι θέσεις ή οι κινήσεις του σώματος του ασθενούς σε αντιστοιχία με το άρθρο της Mary Boyles ακόμη κι αν ο τόνος της φωνής, η βιασύνη της ομιλίας η η αργοπορία της, ο ρυθμός της αναπνοής κ.α αποτελούν επίσης σωματικά σημεία που επιδρούν στο ασυνείδητο του αναλυτη και δημιουργούν την αλληλοδιαπλοκή αντιμεταβίβασης και μεταβίβασης. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και για τον αναλυόμενο. Η σωματική παρουσία και η έλλειψη της αποτελούν στοιχεία που λαμβάνει κάποιος υπόψη του. Για παράδειγμα, μια ασθενής της, μόλις την προηγούμενη μέρα και αμέσως μετά την έναρξη της τηλεφωνικής συνεδρίας έπεσε σε μια μεγάλη σιωπή. Η Χ. Γιαννουλάκη διέκοψε τη σιωπή νωρίτερα από ότι θα το έκανε σε μια συνεδρία στον χώρο της, όπου η παρουσία της φυσικής της παρουσίας θα διευκόλυνε την βίωση της σιωπής μαζί με τον αναλυτή και όχι σε κενό. Άλλωστε η πιθανότητα διακοπής της τηλεφωνικής γραμμής δίχως να το πάρεις είδηση αποτελεί ένα ενδεχόμενο.
- Ο Ι. Κλεώπας ανέφερε πρόσφατο προς δημοσίευση άρθρο στο International Journal of Psychoanalysis τόπο οποίο θέτει το ερώτημα αν το smartphone μπορεί να νοηθεί ως μεταβατικός χώρος του Winnicott. Επίσης συνέδεσε το ηλεκτρονικό αντικείμενο ως μια ναρκωτική ουσία που ενδεχομένως λαμβάνει ένας ασθενής για τους ίδιους κατευναστικούς λόγους που χρησιμοποιεί και μια χημική ουσία. Στην συνθήκη της εικονικής πραγματικότητας, κάνουμε πως, δημιουργούμε μία συνθήκη ως εάν η οποία όμως θα αναρωτηθούμε τι σχέση έχει με την ψυχαναλυτική λειτουργία του ως εάν που αναπτύσσεται στην μεταβίβαση (πχ η αναλύτρια εκπροσωπεί, βιώνεται στην μεταβίβαση ως εάν ήταν η μητέρα του αναλυόμενου). Στην εικονική πραγματικότητα, αναρωτιέται, εάν παριστάνουμε κάτι, χωρίς να ακολουθείται από μία εσωτερική μορφοποίηση. Οι ρυθμοί και οι απαιτήσεις του εικονικού - που συγχρόνως μας βάζουν σε μια θέση παρατηρητή του οποίου τρέχει το μυαλό χωρίς να τρέχουν οι αισθήσεις ούτε ο ψυχισμός - μπερδεύονται με τις απαιτήσεις έργου του ενορμητικού. Αντί μίας εκ των έσω ανάδυσης της ενόρμησης, αντί να πηγάζει από το σώμα μετασχηματιζόμενη σε αναπαραστάσεις και συναισθήματα, έρχεται από έξω. Η Lemma ονομάζει την οθόνη του υπολογιστή black mirror όπου δεν βλέπει κανείς αυτό που ο ίδιος προβάλει, αλλά είναι η οθόνη, η εικονική πραγματικότητα που προβάλλει προς το υποκείμενο. Το πρόβλημα, είναι ότι πλέον δυσλειτουργούν οι διεργασίες υποκειμενοποίησης. Ποια η σχέση αναπαράστασης και εικονικού. Μήπως το εικονικό είναι ένα χρηστικό φανταστικό; Έτσι σε ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορούσαμε να συνδέσουμε το βίωμα του εικονικού με τις εξαρτήσεις, με ένα είδος δούρειου ίππου, που αλώνει τις αναπαραστάσεις και την αναπαραστατική διεργασία. Προσέθεσε επίσης ότι πολλές αντιδράσεις εντός της θεραπείας προκαλούνται από τo ίδιο το μέσο (πχ αλλαγή κάμερας άρα και της εικόνας που εκπέμπει ο αναλυτής) και όχι απαραίτητα από την επίδραση της εργασίας μας και πως θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά αυτό. Έτσι, εφόσον υπάρχει η επιλογή ή η ανάγκη να εργασθούμε με ψηφιακά μέσα, το τι διακινείται ήδη πριν ξεκινήσουμε ή στην πορεία της θεραπείας, θα πρέπει να διερευνηθεί και να έρθει στην κλινική πράξη. Βέβαια έτσι από ουδέτερο το πλαίσιο γίνεται γρήγορα κομμάτι του υλικού, ακριβώς όπως σε κλινικές περιπτώσεις ή καταστάσεις της κλινικής εργασίας (συνήθως με ασθενείς με ναρκισσιστικά ελλείμματα ή διαταραχές της λειτουργίας του εγώ), όπου το πλαίσιο, η σχέση και η σκέψη ή η συμπεριφορά ως προς αυτό, έχουν ιδιαίτερη σημασία, συχνά μέσα από μία μη λεκτική έκφραση. Το πλαίσιο έτσι όπως γίνεται, μετατρέπεται άραγε σε ένα είδος acting; Το οποίο, το κάνουμε εμείς έτσι ή είναι από μόνο του;
- Ο Χ. Χομπάς έθεσε το ερώτημα ποιοι ασθενείς και με ποια κριτήρια μπαίνουν σε τηλεφωνική η μέσω κάμερας ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία από απόσταση.
- Η Δ. Μητροβγένη μίλησε για ένα κλινικό παράδειγμα της Α. Lemma : Ένας νεαρός ομοφυλόφιλος άνδρας σιγά-σιγά προχώρησε στην ερωτική του ζωή χρησιμοποιώντας το ψηφιακό μέσο ως μια μεταβατική κατάσταση που του έδωσε τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει και να επαναεπενδύσει, με καλύτερο τρόπο από αυτό των γονέων του, το ίδιο του το σώμα.
- Ο Χ. Παύλου συμπέρανε πως κατά τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίον δεν υπάρχουν απόλυτα ορισμένα κριτήρια για την αναλυσιμότητα ενός ασθενούς, αλλά κυρίως αυτό αφορά τη δυνατότητα κάθε φορά του συγκεκριμένου ζεύγους αναλυτή αναλυόμενου, έτσι δεν είναι απόλυτο ποιος χρειάζεται τι και ποια τεχνική θα ακολουθηθεί σε κάθε περίπτωση.
- Ο Ι. Κλεώπας ρώτησε αν αυτό είναι πάντα προς την βέλτιστη εξέλιξη της θεραπείας και ο Χ. Παύλου απάντησε πως ούτε το κλασικό δια ζώσης πλαίσιο εγγυάται απόλυτα την βέλτιστη εξέλιξη της ανάλυσης.
- Η Χ. Γιαννουλάκη παρατήρησε πως η κλινική περίπτωση της Lemma αφορούσε κάποιον σε κλασική ανάλυση 3 φορές εβδομαδιαίως που ξεκίνησε να διερευνά τη σεξουαλικότητα του μέσω του Διαδικτύου. H Lemma υποστήριξε ότι η πρόσβαση του αναλυόμενου σε διαδικτυακό πορνό και σε chat rooms για ομοφυλόφιλους ήταν ένα εξελικτικό βήμα προς την απαρτίωση της σεξουαλικότητάς του. Αποτέλεσμα ήταν η προοδευτική επεξεργασία της αναπαράστασης του σεξουαλικού του σώματος μέσω της χρήσης του κυβερνοσέξ και, προφανώς, επίσης μέσω της ψυχανάλυσης που λάμβανε χώρα εν παραλλήλω.
- Η συζήτηση κινήθηκε και γύρω από τις εφαρμογές τύπου tinder, και στην ανάγκη για ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών μέσω του διαδικτύου.
- Ο Γ. Πουλτίδης προσέθεσε στη δική του ανάγνωση του συγκεκριμένου άρθρου της Lemma ότι σε κάποιους ασθενείς μπορεί ο κυβερνοχώρος να έχει ακόμα και θεραπευτική δράση, καθώς ίσως η μόνη δυνατότητα σχετίζεσθαι που διαθέτουν είναι το ψηφιακό σχετίζεσθαι.
- Ο Ι. Κλεώπας προεκτείνει αυτό στο πως το διαδίκτυο βοηθά στην εκπλήρωση φαντασιώσεων αρτιότητας ως προς πιθανά ελλείμματα του υποκειμένου, ή παντοδυναμίας, μέσω της ψηφιακής και όχι της δια ζώσης συνάντησης. Και πως αυτό συντελεί στο να μείνει κανείς «παντοτινός και ανάξιος εραστής», και όχι να βοηθηθεί για να βγει από το ιδεώδες στον αληθινό κόσμο όπως στοχεύει η αναλυτική διαδικασία.
- Μία συνάδελφος προσέθεσε πως το πνεύμα της Α. Lemma είναι ότι ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι ούτε κακός ούτε καλός αλλά σίγουρα δεν είναι ουδέτερος.
- Ο Χ. Παύλου προσέθεσε πως το βέβαιο είναι , για όλους εμάς τους θεραπευτές που έχουμε εκπαιδευτεί κλασικά, η αίσθηση είναι πως αρχίζοντας μια τέτοια εργασία είναι πως ο θεραπευτής έχει στα χέρια του ένα λιγότερο αποτελεσματικό εργαλείο.
- Η Χ. Γιαννουλάκη προσέθεσε πως η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι εξατομικευμένη. Οι ψυχαναλυτές βρίσκονται συχνά μπροστά σε νέες προκλήσεις και προκύπτει η ανάγκη επαναδιαμόρφωσης του θεωρητικού και κλινικού τους εργαλείου. Τίθενται όμως κάποια ερωτήματα για το πότε ο αναλυτής θα ανταποκριθεί σε αίτημα να γίνει μια μικτή ανάλυση (και στο ιατρείο και από το τηλέφωνο όταν ο αναλυόμενος απουσιάζει σε ταξίδια για δουλειά που είναι στο χέρι του να ρυθμίσει). Είναι δόκιμο να δέχεται ο αναλυτής μια τόσο μεγάλη παρέμβαση του ασθενούς στο πλαίσιο;
- Μία άλλη συνάδελφος σχολίασε πως οι έρευνες δείχνουν ότι αν κυριαρχούν οι μεθοριακές κλινικές εκδηλώσεις τόσο πιο ακατάλληλα είναι τα ψηφιακά μέσα. Ενώ άλλη συμμετέχουσα συνάδελφος, προσέθεσε πως ίσως θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη μια αρχική και από πριν ορισμένη εργασία μέσω Skype, ώστε να αρχίσει να δομείται ένα αντικείμενο στη θεραπευτική σχέση και με βάση αυτό να καταφέρει ο ασθενής να μπει σε κανονική θεραπεία. Ακολούθως προσέθεσε πάνω στην προτίμηση της Χ. Γιαννουλάκη για αποκλειστικά τηλεφωνική εργασία ότι της θυμίζει μια εικόνα βρέφους στη μήτρα που ακούει τη φωνή της μαμάς και από αυτή την εποχή αρχίζει όντως να δομείται το αντικείμενο, αλλά δεν θα μπορούσε να μείνει εκεί η διαδικασία καθώς απαιτούνται και οι υπόλοιπες αισθήσεις για την απαρτίωση του αντικειμένου και μέσω αυτής της απαρτίωσης και της απαρτίωσης του εαυτού. Ακολούθως έγινε η παρατήρηση ότι το διαδίκτυο δημιουργεί εύκολα την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης χωρίς πραγματικό αντικείμενο, εμποδίζοντας - αφού παρακωλύεται η αίσθηση της απώλειας - την δημιουργία πραγματικής επιθυμίας (για πραγματικό αντικείμενο). Αναφέρθηκε επίσης μια εφαρμογή διακοπής καπνίσματος από το πανεπιστήμιο Κύπρου που δεσμεύεται κάποιος για συγκεκριμένο χρόνο στην εφαρμογή όσο διαρκεί η διακοπή του καπνίσματος και η ταύτιση του καπνιστή με το «ανθρωπάκι». Σχολιάστηκε από την Χ. Γιαννουλάκη, πως η ταύτιση αυτή ομοιάζει κάπως με την υποβολή και τον υπνωτισμό.
- Ο Ι. Κλεώπας σχολίασε πως η Lemma αναφέρει ότι τα ψηφιακά μέσα ταιριάζουν περισσότερο στο γνωσιακό τρόπο. Θα μπορούσαμε ίσως να σκεφθούμε, να κάνουμε μία παράδοξη υπόθεση ότι μια αποτελεσματική γνωσιακή θεραπεία θα την έκανε καλύτερα ένας αναλυτής. Εξήγησε πως ενώ η ανάγκη είναι συχνά για την εργασία πάνω στο έκδηλο, δηλαδή στο πεδίο του συνειδητού, ένας ψυχαναλυτής θα μπορούσε να προσεγγίσει καλύτερα τις ασυνείδητες λανθάνουσες δυναμικές διεργασίες που θα προκύψουν κατά την εργασία αυτή, κάτι το οποίο θα επέτρεπε μία περισσότερο ενδοϋποκειμενικά θεμελιωμένη επεξεργασία των συνειδητών πτυχών ενός τρόπου σκέψης.
- Ο Χ. Χομπάς προσέθεσε πως η επιλεγόμενη κάθε φορά τεχνική - κατ’ αυτόν - θα έχει σαν κριτήριο την δυνατότητα του θεραπευτή να κατανοήσει και να χειριστεί την εσωτερική κυρίως πραγματικότητα.
- Η Χ. Γιαννουλάκη συμφώνησε με τον κ. Χομπά και είπε ότι ακριβώς όταν αρνήθηκε σε κάποιον τη μικτή ανάλυση, αυτός είδε ένα όνειρο όπου η αναλύτρια ήταν το μοναδικό πρόσωπο στη ζωή του που ο πλούσιος πατέρας του δεν κατόρθωσε να εξαγοράσει από τους συγγενείς και του τα έλεγε “σταράτα”.
- Ο Χ. Χομπάς ανέφερε ένα κλινικό παράδειγμα: ένα περιστατικό της κυρίας Αϊζενστάιν όπου ο ασθενής στη δεύτερη συνέδρια έφερε σε μια βαλίτσα όλα τα χρήματα της αμοιβής της για τα επόμενα πέντε χρόνια της ανάλυσης του, κάτι το οποίο δεν δέχτηκε βεβαίως η κυρία Αϊζενστάιν.
- Παρουσιάσθηκε και συζητήθηκε εκτενώς ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κλινικό παράδειγμα, μίας ψυχοθεραπείας μέσω Skype.
- O Γ. Πουλτίδης προτείνει ότι η αντανάκλαση της οθόνης του υπολογιστή, του κινητού τηλεφώνου ή του ταμπλετ πολλές φορές μας κάνει να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα σε αυτήν (black mirror) - και όχι τον άλλον, το συνομιλητή. Αναρωτιέται εάν κάτι τέτοιο φέρνει στο νου κάτι πιο ναρκισσιστικό ή και θέματα ταυτότητας, ποιος είναι ποιος.
- ο Χ. Χομπάς θέτει το ερώτημα της μεταβολής του πλαισίου της θεραπείας, σε σχέση με την ασυνείδητη αναπαραγωγή μιας εξαιρετικά βίαιης πρωταρχικής σκηνής όπου το αντικείμενο δέχεται θανάσιμα πλήγματα. Ως εκ τούτου ένας ασθενής ίσως αισθάνεται υποχρεωμένος να απομακρυνθεί φυσικά από την αναλύτρια, αναγκάζοντας την να κάνει τη θεραπεία μέσω κάμερας.
- Η Χ. Γιαννουλάκη παρατηρεί σε σχέση με τα προηγούμενα, ότι έχει - κατά περίπτωση -νόημα να αρνηθούμε ένα τέτοιο αίτημα, το οποίο φαίνεται εκ πρώτης φυσικό, νοηματοδείται επιπλέον : μια ανάλογη δική μας στάση μπορεί να δώσει χώρο, μέσα από την απώλεια, να οργανωθεί κάτι.
Η συζήτηση είνα ανοικτή και μπορείτε εάν θέλετε να συμμετάσχετε στέλνοντας ένα σχόλιο μέσα από το ακόλουθο πλαίσιο.
Το επόμενο διάστημα θα αναρτηθούν επίσης σκέψεις και συμπεράσματα από την τρίτη συνάντηση της ομάδας εργασίας του Διαλόγου
ΔΙΑΛΟΓΟΣ #03 - H ψυχανάλυση σε έναν κόσμο που αλλάζει
Ο αιώνας που διανύουμε γνωρίζει μία πρωτοφανή άνθιση της τεχνολογίας, της δικτύωσης και της συνεχούς ροής πληροφοριών και την συνεχιζόμενη εξέλιξη των επιστημών. Απότοκος αυτής της εξέλιξης είναι η κατάσταση (ανάγκη;) επαναξιολόγησης θεωριών και μεθόδων θεραπευτικών παρεμβάσεων. Απέναντι στην πληθώρα πληροφοριών και δεδομένων, εκ μέρους της κοινωνίας των ανθρώπων υπάρχει επίσης το αίτημα, ή και η επιτακτική ανάγκη, να διατυπωθούν τρόποι σαφών και τεκμηριωμένων λύσεων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ο κόσμος της ψυχανάλυσης καλείται να τοποθετηθεί ως προς το σύνολο αυτών των νέων δεδομένων και εξελιξεων. Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ανοίγει αυτό το ευρύ και εξαιρετικά επίκαιρο θέμα.
Τα κείμενα συζήτησης, εκτός από την εισαγωγή στο θέμα και την ροή σχολιασμών του ΔΙΑΛΟΓΟΥ, περιλαμβάνεται ο ΦΑΚΕΛΟΣ "ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΕ ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ". Σε αυτόν θα βρείτε κείμενα παρουσίασης και συζήτησης των εισηγήσεων του 49ου Συνεδρίου της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης με θέμα "Ένας μεταβαλλόμενος κόσμος. Η μορφή και η χρήση των ψυχαναλυτικών εργαλείων σήμερα".
Ο αιώνας της τεχνολογίας και της πληροφορίας: η θέση της ψυχανάλυσης σε αυτόν - Χρυσή Γιαννουλάκη
Εισαγωγή
Είναι δεδομένο ότι ο αιώνας που διανύουμε γνωρίζει μια πρωτοφανή άνθιση της τεχνολογίας, της δικτύωσης και της συνεχούς ροής των πληροφοριών. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να μας απασχολήσει ως ψυχαναλυτές ποικιλοτρόπως η θέση της ψυχανάλυσης σε αυτήν την νέα κατάσταση πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι το 49ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης (IPA) το οποίο έγινε στις 22-25 Ιουλίου 2015 στη Βοστόνη των ΗΠΑ, είχε ως γενικό τίτλο “Changing World: The shape and use of psychoanalytic tools today” (Ένας μεταβαλλόμενος κόσμος: Η μορφή και η χρήση των ψυχαναλυτικών εργαλείων σήμερα). Σχολιασμοί των παρουσιάσεων του συνεδρίου από συναδέλφους που παρακολούθησαν αυτό το συνέδριο έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Τα κείμενα των παρουσιάσεων καθώς και των ερωτημάτων που τέθηκαν στην συζήτηση που πραγματοποιήθηκε σε μία ημερίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, πέραν της αποτύπωσης των ομιλιών του συνεδρίου, προσφέρουν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον υλικό για την συζήτηση στον Διαλόγου.
Πολλά αλλάζουν λοιπόν και οι διάφορες θεωρίες για τον ανθρώπινο ψυχισμό και την παθολογία του με τις αντίστοιχες θεραπευτικές προτάσεις υπόκεινται σε (επαν)αξιολόγηση· είτε μέσω επιστημονικών ερευνών (για παράδειγμα, οι έρευνες που στηρίζονται στην απεικονιστική μελέτη του εγκεφάλου), είτε μέσω εμπειρικών ερευνών τόσο των θεραπευτών των διαφόρων σχολών (για παράδειγμα, η περίπτωση του Aaron Beck, όπως την αναφέρει στη συνέχεια ο Ιάκωβος Κλεώπας) όσο και μέσω αναφοράς των προσωπικών εμπειριών των ανθρώπων που πάσχουν (για παράδειγμα, στο βιβλίο της, An unquiet mind η Jamison Kay περιγράφει τη δική της εμπειρία από τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής από την οποία έπασχε τόσο με φαρμακευτική αγωγή - λίθιο - όσο και με μακρόχρονη ψυχοθεραπεία).
«Στη δημόσια υγεία υπάρχει τεράστια ανάγκη για αποτελεσματικές θεραπείες σε μια ποικιλία ήπιων και μέτριας σοβαρότητας νοητικών διαταραχών. Οι έρευνες του Ρόναλντ Κέσλερ στο Χάρβαρντ δείχνουν ότι σχεδόν το 50%γενικού πληθυσμού είχαν κάποιο ψυχικό πρόβλημα σε κάποια φάση της ζωής τους», αναφέρει ο Eric Kandel στο βιβλίο του Αναζητώντας τη Μνήμη (σελ.389), υποστηρίζοντας ο ίδιος φυσικά την ανάγκη για τη σύνδεση «των φυσικών και βιολογικών μελετών του φυσικού κόσμου και ζωντανών κατοίκων του με μια κατανόηση της λεπτής υφής του ανθρώπινου νου και της ανθρώπινης εμπειρίας» (σελ. 392).
Όμως, ταυτόχρονα με την ανάγκη για (επαν)αξιολόγηση των θεωριών για τη φυσιολογία και παθολογία του ανθρώπινου ψυχισμού, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την κυριαρχία της τεχνολογίας στον Δυτικό τουλάχιστον Πολιτισμό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος της εποχής μας όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί θα κλικάρει τη λέξη αϋπνία στο κινητό του και θα του παρουσιαστούν μια σειρά από απαντήσεις - ένας λαβύρινθος από προσωπικές εμπειρίες, διαφημιστικές ιστοσελίδες θεραπευτών, αποσπάσματα από βιβλία και άρθρα σε έγκριτες και μη εφημερίδες. Όπως υποστήριξε η Alessandra Lemma στο άρθρο “Η ψυχανάλυση στον καιρό της κουλτούρας της τεχνολογίας (technoculture): Μερικές σκέψεις σχετικά με τη μοίρα του σώματος στον εικονικό χώρο” (μετάφραση του άρθρου θα υπάρχει στο επόμενο τεύχος του Annual, εκδ. Ποταμός) «Είναι αναπόφευκτο ότι αυτή η γενιά μεγαλώνει σε μια κουλτούρα δικτύωσης, όπου οι επικοινωνίες είναι διαμεσολαβούμενες και η ψηφιακή συνδεσιμότητα μαζί με διάφορα επίπεδα εικονικότητας αποτελούν πλέον ένα αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας ζωής. Τα παγκόσμια δίκτυα επηρεάζουν τη διαμόρφωση ταυτότητας: ομάδες ατόμων οργανώνουν πλέον και αξιολογούν την εμπειρία τους ως κοινότητες με εικονικό τρόπο. Εκτιμάται ότι 38% των χρηστών του διαδικτύου παγκοσμίως χρησιμοποιούν το Facebook. Εάν το συσχετίσει κανείς αυτό με τον εκτιμώμενο παγκόσμιο πληθυσμό των 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, το Facebook αντιπροσωπεύει το 12% αυτού του αριθμού. Με άλλα λόγια, εάν το Facebook ήταν έθνος, θα ήταν το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο (Law, 2013)».
Τελειώνοντας, θεωρήσαμε ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε πώς εμφανίζεται η ψυχανάλυση σε αυτόν τον κόσμο των πληροφοριών και σε τι Διάλογο γύρω από τα πολλά και διάφορα θέματα που τίθενται μπορεί να μας οδηγήσει. Ως μια πρώτη αφετηρία, σκεφτήκαμε να παραθέσουμε έναν σχολιασμό του άρθρου του Oliver Burkeman, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 7/01/2016, με τίτλο Οι πόλεμοι των θεραπειών: η εκδίκηση του Freud.
Η "ΕΚΔΙΚΗΣΗ" ΤΟΥ FREUD;
Το άρθρο του Oliver Burkeman, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 7/01/2016, με τίτλο Οι πόλεμοι των θεραπειών: η εκδίκηση του Freud ανταποκρίνεται στην προ(σ)κληση των καιρών για σύζευξη νέων ερευνητικών δεδομένων και μεθοδολογικών προσεγγίσεων με την φιλοσοφική/κριτική σκέψη επί της ανθρώπινης κατάστασης. Ή/και, απλά, το άρθρο ανταποκρίνεται στην ανάγκη των αναγνωστών της έγκριτης εφημερίδας για κατευθυντήριες γραμμές, για έναν μίτο της Αριάδνης όταν αναζητούν να βρουν την έξοδο από τον λαβύρινθο της προσωπικής ψυχικής οδύνης τους.
Αρχικά, αποτελεί αφετηρία διαλόγου η ίδια η παρουσία της ψυχαναλυτικής σκέψης σε ένα άρθρο στα ΜΜΕ- χρειάζεται η ψυχανάλυση την υπεράσπιση που μπορούν να της προσφέρουν άρθρα σαν το παραπάνω, γραμμένα από μη ψυχαναλυτές με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κατανοητά στο ευρύ αναγνωστικό κοινό; Ο Oliver Burkeman συναντά στο χώρο εργασίας του τον ψυχαναλυτή David Pollens που φαίνεται να απαντάει καταφατικά στο παραπάνω ερώτημα εφόσον συνομιλεί με τον αρθρογράφο. Πρέπει να σημειώσουμε δε ότι η συζήτηση τους κυλάει απρόσκοπτα στο βαθμό που η ψυχαναλυτική ορολογία της αντίστασης, της νεύρωσης, της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης μοιάζουν να είναι οικείες στον Burkeman. Το παραπάνω δεδομένο ίσως δείχνει εμπράκτως ότι ο Freud δεν έχει ανάγκη να εκδικηθεί καθώς η ψυχαναλυτική θεώρηση του ανθρώπινου ψυχισμού δεν αποτελεί μόνο απαραίτητο εργαλείο σε οποιαδήποτε κλινική εργασία με τους ψυχικά πάσχοντες αλλά συνιστά και μια οπτική δεδομένη στο πίσω μέρος του μυαλού οποιουδήποτε ανθρώπου στον Δυτικό Κόσμο: ακόμη κι αν δεν γνωρίζει την αντίσταση, ποιος δεν γνωρίζει τη φροϋδική θέση ότι υπάρχει η παιδική σεξουαλικότητα ή το ασυνείδητο ακόμη κι αν διαφωνεί με αυτήν;
Στη συνέχεια, κινεί το ενδιαφέρον μας για διάλογο και σχολιασμό του άρθρου το ότι ενώ ο εμφανής στόχος του Oliver Burkeman είναι η σύγκριση της CBT (cognitive behavioral therapy, στα ελληνικά: γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία· η CBT αρχικά είχε εφαρμοστεί στην κατάθλιψη αλλά στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε σε μια σειρά ψυχικών διαταραχών) με την Ψυχανάλυση, ένας δευτερεύων αλλά επίσης σημαντικός στόχος του έγκειται στο στοχασμό επί της επιθυμίας (αλλά και των ορίων) του ανθρώπου για έλεγχο των ψυχικών του λειτουργιών και την συνεπαγόμενη ασφαλή και σταθερή κατάκτηση της ευτυχίας. Το παραπάνω σημείο αποτελεί την αφετηρία ποικίλων φιλοσοφικών, θρησκευτικών, λογοτεχνικών αλλά και οικονομικών και επιστημονικών προσεγγίσεων από το χάραμα του ανθρώπινου πολιτισμού έως και σήμερα. Ο Ο. Burkeman αναφέρει σχετικά τον οικονομολόγο Richard Layard, η εργασία του οποίου επί της ψυχικής υγείας το 2006 οδήγησε, στην Αγγλία, στη θεμελίωση της Βελτίωσης της Πρόσβασης στις Ψυχολογικές Θεραπείες (Improving Access to Psychological Therapies - IAPT)· μέχρι το 2012 περισσότερο από ένα εκατομμύριο άνθρωποι επωφελήθηκαν αυτού του προγράμματος. Ο Layard συν-επιμελήθηκε την Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας το 2012. Αναμφίβολα, έργο του ανθρώπου και ο ύστατος στόχος του είναι η δημιουργία της ανθρώπινης ελευθερίας και ευδαιμονίας, κάτι που απασχόλησε έντονα και τον Freud. Ο τελευταίος όμως διαπίστωσε ότι ενώ το κοινό δέχεται ως αυτονόητο το γεγονός ότι το γνωστικό πεδίο κάθε επιστήμης έχει κάποια όρια, κάνει συνήθως εξαίρεση για το πεδίο της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Από την μία, γράφει ο Ο. Burkeman, η CBT είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας που το πλεονέκτημά της είναι ότι έχει βοηθήσει εκατομμύρια ασθενών και κυρίως αυτούς που δεν έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε πιο ακριβές και αργές θεραπείες, όπως η ψυχανάλυση - για παράδειγμα, τους στρατιώτες που επέστρεφαν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ή τους άστεγους. Από την άλλη, η επικράτηση της CBT ως προτεινόμενης μεθόδου θεραπείας, συσκότισε τη βασική συζήτηση περί της ανθρώπινης φύσης όχι μόνο σε επιστημονικό και θεσμικό επίπεδο αλλά και εντός του κάθε υποκειμένου που ζητάει βοήθεια, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση της δυνατότητας ελέγχου της ανθρώπινης σκέψης και γενικότερα του ανθρώπινου ψυχισμού με τη δύναμη της θέλησης. Το παραπάνω, με την γενίκευση του προτύπου υγείας που προτάσσει, συντελεί στην υποτίμηση των προσωπικών διαφορών των ανθρώπων, κάτι που σε ακραίες μορφές έχει οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια (πχ τα ναζιστικά ιδεώδη). Αντιθέτως, ο Freud επέμεινε στην ανάγκη αποδοχής του ναρκισσιστικού πλήγματος: ο άνθρωπος δεν είναι κύριος στο “σπίτι” του - η ψυχανάλυση είναι μόνο ένα μικρό φωτάκι αντιμέτωπο με τα σκοτάδια του ασυνειδήτου. Παρότι μη ψυχαναλυτής, ο Burkeman τονίζει την πιθανότητα να έχει αρνητικές επιπτώσεις η παρότρυνση της αντιμετώπισης των αρνητικών σκέψεων, δίχως την καλλιέργεια της ευατοκατανόησης, αποτρέποντας τον ασθενή από την αναζήτηση μιας ουσιαστικότερης σχέσης με τον εαυτό του, ακόμη κι αν είναι σε θέση να την επιτύχει.
Στον αντίποδα, ο Freud εξέτασε τα ψυχικά συμπτώματα εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο της προσωπικής ιστορίας του ασθενούς· έτσι αντιμετώπισε τα όνειρα, τις παραδρομές του λόγου, τις παραπραξίες, την ίδια τη σχέση που αναπτύσσει ο ασθενής με τον αναλυτή του. Το κυριότερο λοιπόν, ο άξονας μεταβίβασης -αντιμεταβίβασης, δηλαδή η σχέση καθεαυτή του θεραπευτή με τον θεραπευόμενο, καθίσταται το θεραπευτικό εργαλείο καθώς η όποια βιογραφική διάσταση οφείλει να αναδυθεί στο εδώ και τώρα της σχέσης. Έτσι, ο αναλυόμενος δεν νιώθει τη μοναξιά της Rachel, όπως ονομάζει ο Burkeman μια ασθενή, η οποία πάσχοντας από επιλόχεια κατάθλιψη και “κλικάροντας” το συναίσθημα “λύπη” σε ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή της βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ηχογραφημένη φωνή να της λέει ότι λυπάται. Ο Burkeman αναφέρει μια σχετική παραπομπή του Άγγλου ψυχαναλυτή Michael Balint που έλεγε ότι το πιο δραστικό φάρμακο είναι η ίδια η σχέση. Τελειώνει όμως το άρθρο του επισημαίνοντας τη δυσκολία της σχέσης μέσα από τον ψυχαναλυτή Pollens: «Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι έρχονται για βοήθεια και, αμέσως μετά, προσπαθούν να σε σταματήσουν από το να τους βοηθήσεις. Πως μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσπαθεί να σου πει να μην τον βοηθήσεις; Όλη η αναλυτική θεραπεία έχει να κάνει με αυτό».
Εν κατακλείδι, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είμαστε αντιμέτωποι με τη διάλυση της ευδαίμονας αυταπάτης της δυνατότητας του ορθολογισμού και της επιστήμης να κατακτήσουν εύκολα τις τόσο ποθητές τελικές απαντήσεις και λύσεις· η τεράστια ποσότητα των αντικαταθλιπτικών που καταναλώνονται στις μέρες μας αλλά και η συλλογική επιθετικότητα, που διογκώνεται διαρκώς διεθνώς, δεν το επιτρέπουν. Από την μία, ο σχεδιασμός της CBT απευθύνεται σε πολλούς κι αυτό είναι ανεκτίμητο ειδικά στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, αλλά από την άλλη η πρόταξη της μοναδικότητας της κάθε ανθρώπινης ιστορίας έχει επίσης ανεκτίμητη αξία σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές για να προσφέρουμε τον δικό μας μίτο της Αριάδνης στον πολύπλοκο κόσμο που ζούμε στοχεύοντας όχι μόνο στην διάσωση της φροϋδικής σκέψης αλλά, κυρίως, στη γόνιμη αλληλεπίδραση της ψυχαναλυτικής θεωρίας και κλινικής με σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα (βλ. νευροεπιστήμες), κοινωνικά ζητήματα (βλ. η αφύπνιση των ολοκληρωτικών ιδεολογιών στην Ευρώπη) και θεσμικών προβλημάτων (βλ. η πρόσβαση των ασθενών οικονομικά ανθρώπων σε δομές ψυχαναλυτικής θεραπείας);
Σχόλιο Ιάκωβου Κλεώπα
Το νέο θέμα του Διαλόγου και τα ερωτήματα γύρω από το τι καθιστά την ψυχανάλυση θεραπευτική, εάν και με ποιον τρόπο μπορεί να τεκμηριωθεί η θεραπευτική της δράση σε σχέση ιδίως με άλλες μορφές προσεγγίσεων, ποια είναι η θέση της στον σημερινό κόσμο, τις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις και τις μεταβολές που τον χαρακτηρίζουν, συνθέτουν ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο διερεύνησης και συζήτησης.
Οι θέσεις και οι απόψεις των ψυχαναλυτών ως προς αυτά τα ερωτήματα έως ίσως τις προκλήσεις, κυμαίνονται από την απόρριψη ή την κριτική εμπεριστατωμένη στάση έως την θετική στάση υπέρ όχι μόνον του διαλόγου ως πηγή έμπνευσης της αναλυτικής σκέψης αλλά και της προσπάθειας σύνδεσης ή και ένταξης στην ψυχαναλυτική θεωρητική και κλινική σκέψη δεδομένων από άλλες επιστήμες.
Μία συχνή κριτική απάντηση τονίζει την μοναδικότητα της ψυχαναλυτικής θεωρίας και κλινικής προσέγγισης και τα χαρακτηριστικά τα οποία την διαφοροποιούν από άλλες προσεγγίσεις ή επιστήμες. Πρόσφατο και ενδιαφέρον παράδειγμα αυτής της άποψης είναι το άρθρο των Blass και Carmeli δημοσιευμένο στο Ιnternational Journal of Psychoanalysis (2015, 96:1555–1573) σε διάλογο με τις νευροψυχαναλυτικές απόψεις των Yovel, Solms και Fotopoulou. Μάλιστα σημειώνουν ότι εξ αιτίας αυτής της μοναδικότητας, η ψυχανάλυση έχει πολλά να προσφέρει στις άλλες επιστήμες και προσεγγίσεις. Αντίθετα υποστηρίζεται ότι η ψυχανάλυση δεν έχει να ωφεληθεί, ιδίως κλινικά, έως ίσως βλάπτεται από τις προσπάθειες σύζευξης, καλώντας εν τέλει στην διατήρηση του πνεύματος της ψυχανάλυσης. Παρόμοιες απόψεις μερικές φορές εκφράζονται δογματικά και αποφατικά. Στην περίπτωση του άρθρου των Blass και Carmelli, προτείνεται η αναλυτική τεκμηρίωση των απόψεών τους βασισμένη σε κλινικά και μεταψυχολογικά ζητήματα.
Για πολλούς ψυχαναλυτές, όπως για παράδειγμα οι George και Sylvie Pragier στην γαλλική ψυχαναλυτική σχολή, ο διάλογος και οι γνώσεις των επιστημών, από την κβαντική φυσική έως την θεωρία του χάους και τις νευροεπιστήμες, αποτελούν πηγή έμπνευσης και σκέψης για την (κλασική) ψυχαναλυτική τους πρακτική.
Άλλοι, όπως ο Peter Fonagy και βεβαίως ο Marc Solms και οι συνεργάτες τους, βρίσκουν σε αυτόν τον διάλογο και την σύνδεση ουσιαστικά θέματα και λόγους αναδιαμόρφωσης της θεραπευτικής τεχνικής έως και του τρόπου κατανόησης της ψυχικής λειτουργίας.
Η εντύπωσή μου είναι ότι στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία, η αναφορά στα ευρήματα και τις θεωρίες άλλων επιστημών φυσικών, βιολογικών ή και κοινωνικών, αυξάνεται σταθερά, είτε ως προσπάθειες τεκμηρίωσης, σύνδεσης και κατανόησης (μερικές φορές προσεκτικά μελετημένες και άλλες ίσως πολύ αόριστες) είτε ως μέρος των συνειρμών θα λέγαμε του ψυχαναλυτή συγγραφέα ή ομιλητή. Κάτι το οποίο σε κάθε περίπτωση δείχνει ότι υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι γνώσεων, ερωτημάτων ή έστω ερεθισμάτων τα οποία δεν μπορεί - και μάλλον δεν πρέπει - παρά να προσλαμβάνει και να διαθέτει χώρο επεξεργασίας τους, τόσο ένας αναλυτής όσο και ένας αναλυόμενος.
Πρόσφατα ο René Roussillon, ψυχαναλυτής και καθηγητής ψυχοπαθολογίας στο πανεπιστήμιο Lyon II, στην ροή των συζητήσεων που έγιναν στο πλαίσιο του 4ου Συμποσίου Ψυχοσωματικής, ανέφερε ότι πλέον δεν δέχεται προτάσεις πτυχιακών ή διδακτορικών εργασιών ψυχαναλυτικής και κλινικής κατεύθυνσης εάν δεν περιλαμβάνουν ένα τμήμα νευροεπιστημών.
Η ψυχανάλυση, όπως νομίζω και κάθε θεραπευτική μέθοδος, προφανώς δεν αποτελεί πανάκεια. Και, εάν υπάρχει ένα ας πούμε, ιαματικό στοιχείο σε αυτήν, αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε δεδομένο ή απότοκο ενός συγκεκριμένου θεραπευτικού πρωτοκόλλου. Η ψυχαναλυτική εργασία δεν λειτουργεί γραμμικά, “προεξοφλώντας” ή δρομολογώντας κάποια θεραπευτική επιτυχία. Άλλωστε ένα θεραπευτικό ζητούμενο, ένα στοιχείο συνειδητοποίησης απότοκο της ψυχαναλυτικής διεργασίας, είναι ότι δεν υφίσταται πανάκεια (υπάρχει ωστόσο η φαντασίωση και η αναζήτηση μίας τέτοιας μορφής, μίας ναρκισσιστικής και επιστημονικής ευδαιμονίας όπως αναφέρει και η Χ. Γιαννουλάκη). Υπάρχουν προσωπικοί τρόποι ενδοψυχικής και διϋποκειμενικής λειτουργίας, οι οποίοι για κάθε μία ξεχωριστή σωματοψυχική οντότητα επιτρέπουν την διατήρηση ή την ανάκτηση μίας κατάστασης υγείας. Και το ζητούμενο είναι στην πορεία της ζωής να καθίσταται δυνατή η ανάδυση και η δυναμική διαμόρφωση αυτών των προσωπικών τρόπων λειτουργίας.
Θα έλεγα πως όταν υφίσταται αυτό το δυναμικό παρατήρησης και διεργασίας των ατομικών ψυχικών, ή και σωματοψυχικών, κινήσεων, τότε εντός ή και εκτός θεραπευτικού πλαισίου, μπορεί κανείς να ωφεληθεί από συμβουλές, από ενσυναισθητικά βασισμένες παροτρύνσεις ή από μεθόδους ελέγχου ή μεταβολής αρνητικών τρόπων σκέψης. Αυτή η δυνατότητα νοηματοδοτήσεων αναπτύσσεται, εσωτερικεύεται και υποκειμενοποιείται μέσα από την θεραπευτική σχέση, δηλαδή μέσα από το βίωμα της λειτουργίας της μεταβίβασης. Τα τελευταία χρόνια η θεραπευτική σχέση έχει γίνει το ιερό δισκοπότηρο κάθε μορφής θεραπευτικής προσέγγισης. Και όπως θα δούμε αμέσως μετά, ερευνητικά δεδομένα στηρίζουν αυτή την τάση. Ωστόσο, ούτε η θεραπευτική σχέση είναι πανάκεια, ούτε η θεραπευτική της αξία είναι αυτονόητη και δεδομένη. "Δεδομένη" θα λέγαμε ότι φαίνεται να είναι η εμπλοκή του βιώματος της σχέσης στο έργο και την σκέψη του θεραπευτή, πέραν ίσως και της θεωρητικής του προσέγγισης.
Ο Aaron Beck είναι ο εμπνευστής της CBT και αυτός που πρώτος διατύπωσε την μορφή των αντίστοιχων θεραπευτικών πρωτοκόλλων, αρχικά για την κατάθλιψη. Ένας βασικός λόγος ήταν η απογοήτευσή του από την ψυχαναλυτική εκπαίδευση και ιδίως θεραπεία που ακολούθησε στην Πενσυλβάνια, καθώς ο ίδιος έπασχε από κατάθλιψη. Το γεγονός ότι ο ίδιος έγινε ψυχαναλυτής, χωρίς πραγματικά να “θεραπευτεί”, μάλλον επέτεινε την απογοήτευση από την ψυχανάλυση, και από την ψυχαναλυτική θεραπευτική σχέση. Στην προσωπική του βιογραφία αναφέρεται πως ο μικρός Aaron ήταν το προσδοκώμενο ίαμα της κατάθλιψης της μητέρας του (μίας “νεκρής μητέρας” ίσως κατά Green) εξ αιτίας του πρόωρου θανάτου ενός αδελφού του. Ο Beck, αντί της μεθόδου των ελευθέρων συνειρμών, από την οποία δεν είχε δει κανένα απτό αποτέλεσμα, πρότεινε έναν δομημένο τρόπο εξέτασης των εκλυτικών στοιχείων των συμπτωμάτων της κατάθλιψης ή του άγχους. Και αντίστοιχα αντιμετώπισης. Αυτό έγινε η κύρια θεραπευτική γραμμή της CBT. Σαφής και εστιασμένη. Ωστόσο, ο ίδιος ο Beck στις θεραπείες και τις συνεντεύξεις με ασθενείς, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ίδια την σχέση, στην άμεση συναισθηματική κατάσταση και βίωμα και στην ενσυναίσθηση. Στοιχεία που απουσίαζαν από το επίσημο πρωτόκολλο έτσι όπως μέχρι πρόσφατα διδασκόταν σε πανεπιστημιακές σχολές και σεμινάρια γνωσιακής συμπεριφορικής θεωρίας και θεραπευτικής μεθόδου. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, αυτά τα στοιχεία του άμεσου βιώματος της σχέσης ασθενούς θεραπευτή, επανεισάχθηκαν στην θεραπευτική μέθοδο της CBT μέσω της προσέγγισης της διϋποκειμενικότητας και της ευρύτερης κατανόησης της ενσυναίσθησης. Τι σχέση όμως έχει, και ποια η θεραπευτική αξία αντίστοιχα, η έμφαση (ή και μερικές φορές η επιλεκτική προσήλωση) στο εδώ και τώρα του βιώματος της σχέσης μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς, με την ψυχαναλυτική μεταβίβαση;
Το 2015 δημοσιεύθηκε ένα άρθρο με τίτλο “Frontolimbic neural circuit changes in emotional processing and inhibitory control associated with clinical improvement following transference-focused psychotherapy in borderline personality disorder” των Perez et al. (Psychiatry and Clinical Neurosciences 2015 doi:10.1111/pcn.12357) (Το πλήρες άρθρο είναι διαθέσιμο στον ακόλουθο σύνδεσμο) . Το συμπέρασμα είναι ότι οι ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες που βασίζονται στην μεταβίβαση συνδέονται με τον έλεγχο του μετωπιαίου λοβού επί της λειτουργίας του λιμπικού συστήματος, επιτρέποντας επομένως την καλύτερη διαχείριση του συναισθήματος, και του συστήματος της σημασιολογικής μνήμης στο κύκλωμα του ιππόκαμπου. Η θεραπευτική δράση έχει να κάνει με την βελτίωση της ικανότητας αυτοπαρατήρησης του εγώ, η οποία αναπτύσσεται εντός της θεραπευτικής σχέσης.
Θα σημειώσουμε ότι η μεταβίβαση εδώ εννοείται στην κατεύθυνση των προτάσεων του Otto Kernberg επίσης συγγραφέα του άρθρου, σύμφωνα με τις οποίες αφορά τεχνικές αποσαφήνισης, αντιπαράθεσης και ερμηνείας προσωπικών και συναισθηματικά θεματικών βασισμένων εμπειριών που αναπαράγονται μέσα στην μεταβιβαστική σχέση. Η μεταβιβαστική σχέση όπως περιγράφεται εδώ, επιτρέπει και αντιστοιχεί σε μία μορφή βιωματικής μάθησης.
Ο Ελύτης στην “Μέθοδο του άρα”, λέει ότι δωρεά ψυχής δεν γίνεται αν δεν είσαι έτοιμος για αυτήν. Διαφορετικά ό,τι “δωρίζουμε” ακόμα και από ψυχής, ή ό,τι μεταβιβάζεται, μετατρέπεται λέει ο Ελύτης, σε ένα έντομο που σε τρώει εσωτερικά. Η κλινική εικόνα αυτού του εσωτερικού φαγώματος, την οποία συναντάμε στην ψυχανάλυση σε περιπτώσεις όπου επικρατούν τραυματισμοί και ελλείμματα της λειτουργίας του εγώ, είναι αυτή της αρνητικής θεραπευτικής αντίδρασης, που απορρίπτει κάθε μόσχευμα που δεν μπορεί να αναγνωρίσει ο ψυχικός ιστός. Έτσι θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε εάν η επίτευξη της ικανότητας της διαχείρισης ανήκει στο ίδιο το εγώ (δηλαδή στην ψυχική τοπική του υποκειμένου), ή εάν ανήκει σε ένα μεταβατικό εγώ που αναδύεται εντός της μεταβιβαστικής σχέσης. Η οποία, όταν παύει ή όταν προχωρά σε μία “ωριμότερη” διεργασία θεωρώντας ότι έχει επιτευχθεί ένα "αντικειμενικό" αποτέλεσμα, μετατρέπεται σε έναν ψευδή και μακροπρόθεσμα παθογόνο εαυτό. Πράγματι, ένα αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικό και μετρήσιμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι επίσης επαρκώς υποκειμενικό, και ότι ανήκει ψυχικά στον ασθενή.
Το ερώτημα που θα έθετα είναι εάν και υπό ποιες συνθήκες, το βίωμα, ενσυναισθητικό, διϋποκειμενικό, συν-σκέψης και σχέσης ασθενούς και θεραπευτή, λειτουργεί ως ενδυνάμωση, κίνητρο και παράδειγμα μεταβολής, ή εάν κατορθώνει να συνθέσει ένα αρχικά από κοινού και σταδιακά εσωτερικευόμενο πεδίο νοηματοδότησης.
Το ίδιο ερώτημα τίθεται όταν ο κόσμος που - και έτσι όπως - αλλάζει, εισάγει ή ενδεχομένως απαιτεί τροποποιήσεις του πλαισίου έως και του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ο ψυχισμός, μέσα από την συχνά απαραίτητη χρήση νέων τεχνολογιών και συνθηκών. Πόσο άραγε διαφοροποιείται, γενικά και ειδικά για κάθε αναλυτική εργασία, η ροή των συνειρμών, οι μεταβιβαστικές και οι παλινδρομικές κινήσεις, όταν εργαζόμαστε μέσω skype ή σε συνεδρίες συμπυκνωμένης ανάλυσης; Και αυτές οι διαφοροποιήσεις ή οι μεταβολές συχνά της τάξης του αντιληπτικού ή των πράξεων και των συμπεριφορών, πώς νοηματοδοτούνται; Η παρουσίαση και η συζήτηση της ομιλίας της A. Lemma που έγινε από την Χ. Χατζή (θα βρείτε το κείμενο στο πεδίο ψυχαναλυτική τεχνική του μενού Ψυχανάλυση) αναφέρεται σε πολλά ανάλογα παραδείγματα και διαστάσεις του θέματος.
Όπως αναφέρει η Χ. Γιαννουλάκη, τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνών και παρατηρήσεων δείχνουν ότι η εφαρμογή μίας ορθολογικής και κανονιστικής κλινικής προσέγγισης, είτε είναι ψυχοθεραπευτική είτε φαρμακολογική, έχει περιορισμένα αποτελέσματα διότι έχει ένα περιορισμένο και μερικό τρόπο κατανόησης. Ωστόσο, πολλές φορές και για πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν με το πλαίσιο στο οποίο καλούμαστε να εργασθούμε, με τις ατομικές ή τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες και συγκυρίες, υπόκειται σε ανελαστικούς περιορισμούς.
Η μη ανάπτυξη ενός αναλυτικού setting χρονικά και τοπικά, σημαίνει άραγε ότι δεν είναι εφικτή η ανάπτυξη μίας βαθύτερης κατανόησης της ψυχικής λειτουργίας, ούτε αντίστοιχα η θεραπευτική μεταβολή της; Είναι από τις περιπτώσεις μίας ψυχαναλυτικά "μη συνάντησης" όπως συζητείται από τον Π. Κεφάλα και του συναδέλφους που σχολίασαν το κείμενο του Christopher Bollas στο συνέδριο της IPA; Νομίζω ότι η κλινική εργασία με ασθενείς που παρουσιάζουν σημαντικά ελλείμματα της ψυχικής οργάνωσης, η οποία άλλωστε επέτρεψε σημαντικές προόδους και ανοίγματα της ψυχαναλυτικής σκέψης, μας κάνει να σκεφθούμε ότι το ερώτημα της ποιότητας και του εύρους μίας κλινικής εργασίας έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες. Θα θυμηθούμε ότι για πολλά χρόνια η ψυχοσωματική του Marty αντιμετωπιζόταν σαν ξένο σώμα, άσχετο με την ψυχανάλυση. Σήμερα θεωρείται βασικό σημείο αναφοράς και εμβάθυνσης της ψυχανάλυσης.
Διαβάζοντας κείμενα και κλινικές παρουσιάσεις της διαπροσωπικής αναλυτικής γνωσιακής ή ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, ή της ψυχοδυναμικής προσέγγισης των διεργασιών της μάθησης που συνδυάζουν δεδομένα των νευροεπιστημών, αν πάρουμε μία απόσταση από ορισμένες θεωρητικές διαφοροποιήσεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε ενδιαφέροντα σημεία σύγκλισης. Το συμπέρασμα από αυτά είναι άραγε ότι τα σημεία σύγκλισης σημαίνουν ότι αυτές οι προσεγγίσεις τείνουν στο να πλησιάζουν και (τελικά) να αντιλαμβάνονται στοιχεία και την αξία της ψυχαναλυτικής σκέψης, ή ότι ίσως δείχνουν και ορισμένες άλλες διαστάσεις, οπτικές γωνίες της εργασίας μας;
Καθώς δεν διαθέτουμε κάποιο είδος θεωρίας (ούτε βέβαια θεραπευτικής) των πάντων, είναι σημαντικό να μπορούμε να κατανοήσουμε και να διαθέτουμε όσο αυτό είναι δυνατόν, χώρο σκέψης, αίσθησης του τι και γιατί συμβαίνει, όπως επίσης διαλόγου, όταν παρατηρούμε ότι η κλινική πράξη και τα ευρήματα κάθε κατεύθυνσης, στην οποία ανήκουμε ή άλλης, ωφελεί την κατάσταση ενός ασθενούς και την κατανόηση του τρόπου της ψυχικής λειτουργίας. Σε αυτή την προσπάθεια, θεωρούμε ότι κάθε άποψη και κάθε ερώτημα, ιδίως όταν πηγάζει από τους προβληματισμούς και τις σκέψεις όσων εργάζονται σε αυτόν τον χώρο, είναι όχι μόνον ευπρόσδεκτα εδώ στον Διάλογο της Ιστοσελίδας της ΕΨΕ αλλά και απαραίτητα για όλους.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ #02 Ο Ευνουχισμός και η πραγματικότητα (του;)
Ευνουχίζω: (μτφ) αφαιρώ τη δημιουργικότητα ή τις ικανότητες (κάποιου), τον καθιστώ αδύναμο, αναποτελεσματικό, άχρηστο. Συν. Περιορίζω, νεκρώνω. (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Μπαμπινιώτη).
Η ψυχαναλυτική θεωρία έχει υπογραμμίσει ότι η ελευθερία στην ομιλία (βλ. ελεύθεροι συνειρμοί) δεν είναι καθόλου αυτονόητη και δύναται να αποκτηθεί εντός μιας σχέσης (πχ της ψυχαναλυτικής). Επίσης, έχει τονίσει ότι η ικανότητα του σκέπτεσθαι, απότοκος της κυριαρχίας της αρχής της πραγματικότητας, αποτελεί μια ιδιαίτερα σύνθετη και ευάλωτη κατάκτηση του υποκειμένου. Σε ένα συνέδριο με θέμα τον «Ευνουχισμό» σκεφτήκαμε να προσπαθήσουμε να ενδυναμώσουμε τη δημιουργική πλευρά των σκέψεων και των συνειρμών, ανοίγοντας αυτόν τον χώρο συζήτησης πέραν των εργασιών του 9ου Συνεδρίου της ΕΨΕ
Εφέτος λοιπόν, υπάρχει στο Διάλογο ένας χώρος συζήτησης περί ευνουχισμού. Εκεί μπορείτε να υποβάλετε τα σχόλια, τις σκέψεις σας ή τις εντυπώσεις σας από το συνέδριο. Περιμένουμε τη συμμετοχή σας και σας ευχόμαστε καλό και δημιουργικό συνεδριακό διήμερο.
Χρυσή Γιαννουλάκη
Ο ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (ΤΟΥ;)
Χρυσή Γιαννούλακη
Η πρόσκληση για ενεργητική συμμετοχή στο Διάλογο περί του Ευνουχισμού αποτελεί ταυτόχρονα και μία πρόκληση εφόσον, σύμφωνα με τον ορισμό που διαβάζουμε στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Μπαμπινιώτη, «ευνουχίζω» σημαίνει (μτφ) αφαιρώ τη δημιουργικότητα ή τις ικανότητες (κάποιου), τον καθιστώ αδύναμο, αναποτελεσματικό, άχρηστο. Συν. Περιορίζω, νεκρώνω.
Στο φροϋδικό έργο, η έννοια του ευνουχισμού ως μια μυθική πραγματικότητα ανευρίσκεται σε μια µυθολογική κατασκευή, στο Τοτέμ και Ταμπού (1912), όπου ο πατέρας της πρωταρχικής ορδής ευνούχιζε τους γιούς του για να κατέχει μόνο αυτός τα θηλυκά της ορδής· μια απεικόνιση της στήριξης του Νόμου στην «απειλή του ευνουχισμού» που σφραγίζει την απαγόρευση της αιμομιξίας, στοιχειοθετώντας την ανθρώπινη τάξη. Στη φροϋδική σκέψη, το σύμπλεγμα του ευνουχισμού αποτελεί μια αναπόσπαστη συνιστώσα του οιδιπόδειου συμπλέγματος, ιδιαίτερα στην απαγορευτική και κανονιστική λειτουργία του.
Στην ψυχαναλυτική γραμματεία, ο «ευνουχισμός» αποτελεί το κεντρικό σύμβολο της τομής και η αποδοχή της τομής συνιστά την εισαγωγή του ανθρώπινου όντος στο χώρο της νεύρωσης όπου υποκείμενο και αντικείμενο διαχωρίζονται και ο τριαδικός ψυχικός χώρος βρίσκει την απαρχή του. Όλοι σχεδόν οι σημαντικοί ψυχαναλυτές έχουν προσθέσει τη δική τους οπτική επί του θέματος «αναπτύσσοντας με πιστότητα ή με νεωτερισμούς» (Βαρτζόπουλος, σελ. 29) την φροϋδική έννοια η οποία «εμπλουτίζει ουσιαστικά της δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται πως λειτουργεί υποκειμενικά και εντός του κοινωνικού του χώρου» ((Βαρτζόπουλος, σελ. 29).
Είναι ενδιαφέρον ότι σε συμφωνία με τον ορισμό του Λεξικού (Μ[αμπινιώτη) βρίσκεται το απόσπασμα του Britton που παραθέτει ο κ. Βαρτζόπουλος (σελ. 29) όπου ο ευνουχισμός παρουσιάζεται ως η απολεσθείσα πλευρά της οιδιπόδειας, τριαδικής διαμόρφωσης του ψυχικού χώρου που δεν επιτρέπει τη συνειρμική ανάπτυξη των σκέψεων εφόσον παρεμποδίζει τη δημιουργική γονιμοποίησή τους: «Συνολικά η δυνατότητα του ανθρώπου να αναπτύσσει συνειρμούς οι οποίοι θα αποδίδουν τις ασυνείδητες κινήσεις του, θεωρείται ότι σχετίζεται με τη δημιουργία ενός τρίπλευρου ψυχικού χώρου, ο οποίος μορφοποιείται από τη δημιουργική συνουσία του γονικού ζεύγους και τη δυνατότητα του παιδιού να διατηρεί αυτήν τη φαντασίωση στο ασυνείδητο, με τον εαυτό του παρατηρητή, χωρίς ευνουχιστικές παρεμβάσεις, είτε στη δυνατότητα των γονιών τους να συνευρίσκονται είτε στη σχέση του μαζί τους και θα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να προκύψει ένα παιδί από αυτήν τη συνεύρεση. Ο ευνουχισμός που δημιουργεί την απολεσθείσα πλευρά (missing link) αυτής της οιδιπόδειας, τριαδικής διαμόρφωσης του ψυχικού χώρου, δεν επιτρέπει τη συνειρμική ανάπτυξη των σκέψεων εφόσον παρεμποδίζει τη δημιουργική γονιμοποίησή τους (Britton,1989)».
Τι στηρίζει αυτήν την αμφισημία σχετικά με τον ευνουχισμό που δεν είναι και η μόνη;
Η εισήγηση του κ. Βαρτζόπουλου υπογραμμίζει πολλές αμφισημίες δίνοντας το έναυσμα για συζήτηση, όπως για παράδειγμα τη σχέση του ευνουχισμού με την πραγματικότητα:
Α) «Το βάρος της πραγματικότητας είναι εμφανές στην προσέγγιση του Freud. Η οπτική αντίληψη της διαφοράς των φύλων και οι αισθήσεις που δημιουργούνται λόγω της βιολογικής ωρίμανσης στη γεννητική περιοχή δίνουν γένεση στο άγχος ευνουχισμού και στα φαντασιώσεις που το συνοδεύουν» (σελ. 8) και στη σελίδα 26: «το άγχος ευνουχισμού έλκει την καταγωγή του από την αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας…»
Β) «Η πιο ουσιαστική όμως αμφισβήτηση εκ μέρους του Freud του θεμελιώδους ρόλου της αισθητηριακής έκλυσης των φαντασιώσεων και της σεξουαλικότητας είναι η υιοθέτηση της άποψης των πρωταρχικών φαντασιώσεων. Οι φαντασιώσεις της σαγήνης, της πρωταρχικής σκηνής και του ευνουχισμού είναι σχήματα που δεν εξαρτώνται από την εμπειρία αλλά διαμορφώνουν τον τρόπο που το υποκείμενο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα» (σελ.8).
Τι είναι ο «ευνουχισμός» λοιπόν; Αντίληψη πραγματικών διαφορών; Πρωταρχική φαντασίωση φυλογενετικά κληρονομούμενη; Εισαγωγή στην τάξη του συμβολικού μέσα από την αποτύπωση της απουσίας και της τομής;
Ας προσθέσουμε κι εμείς τη δική μας οπτική συνεισφέροντας σε αυτόν το Διάλογο.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ #01- H Έννοια και η Λειτουργία του χρήματος και της αμοιβής στην ψυχανάλυση
"Η έννοια και η λειτουργία του χρήματος και της αμοιβής στην ψυχανάλυση. Εισαγωγή", Ιάκωβος Κλεώπας
"Η πληρωμή. Το χρήμα στην ανάλυση. Το χρήμα σε καιρούς οικονομικής κρίσης", Marilia Aisenstein
"Το χρώμα του χρήματος στην ψυχανάλυση (με αφορμή το κείμενο της Marilia Aisenstein)", Αριέλα Ασέρ
"Σχολιασμός πάνω στο κείμενο της Marilia Aisenstein", Μάριος Σταυρογιαννόπουλος