Εργαστήρια 17ου Συνεδρίου της ΕΨΕ
Σάββατο 23 Νοεµβρίου
16.30 - 18.00 (Τρία παράλληλα εργαστήρια)
Έρως και σεξουαλικότητα
Παρουσιάζουν: Σπύρος Μητροσύλης, Κώστας Μπαζαρίδης, Αριάδνη Τσαγκάδα
Συντονισμός: Ελίζα Νικολοπούλου
Οι σεξουαλικές ενορμήσεις διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε έρωτα του οποίου η κατάληξη είναι η σεξουαλική επαφή. Ο έρωτας ωστόσο δεν είναι ένα απλό, στοιχειώδες δεδομένο. Διαμορφώνεται από πολλές συνιστώσες και ως εκ τούτου όλες οι άλλες ποικιλίες αγάπης που γνωρίζουμε (όπως οι λεγόμενες ενορμήσεις ανεσταλμένες ως προς το σκοπό, αδελφική αγάπη, φιλία κ.α) είναι εκφράσεις ενός ίδιου συνόλου τάσεων.
Η ψυχανάλυση είναι δομικά «στιγματισμένη» από τις διάφορες όψεις/μορφές της σεξουαλικότητας μέσω, κυρίως, του καταστατικού δεσμού της με την υστερία. Η υστερία ακριβώς θα μπορούσε να οριστεί ως η «ασθένεια» του έρωτα, που μας έχει οδηγήσει να εξερευνήσουμε πολλές πτυχές ακόμα και εκείνου που ο Φρόυντ ονόμασε έρωτα, δηλαδή τις ενορμήσεις ζωής και όχι «θανάτου», στη δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων. Για παράδειγμα, χάρη στον υστερικό έχει εξερευνηθεί η έννοια της επιθυμίας, διότι αναζητώντας την μη ικανοποίησή της ο υστερικός μοιάζει να είναι «ερωτευμένος» με την ίδια την επιθυμία ή να αναζητά μόνο την ενορμητική έκσταση-διέγερση.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε όπως πολλοί ψυχαναλυτές, για παράδειγμα ο Fain, πως ο πυρήνας του ανθρώπινου ψυχισμού έχει υστερική δόμηση. Ο πυρήνας αυτός έχει αντικείμενο (εσωτερικό, ψευδαισθητικό-ομοερωτικό αντικείμενο), αλλά εκείνο που το Εγώ φοβάται και αποφεύγει οπωσδήποτε είναι η εκπλήρωση της επιθυμίας ένωσης με το αντικείμενο, η οποία θα πραγματοποιούνταν δια μέσου ενός «πραγματικού» εξωτερικού αντικειμένου. Από την άλλη πλευρά, η αναλυτική κατάσταση είναι συγκροτημένη για να ωθεί προς ένα είδος υστερικοποίησης του ψυχισμού του αναλυόμενου, όπου το αναλυτικό πλαίσιο με τα διπλά μηνύματά του, ενορμητική κινητοποίηση - απαγορεύσεις, παρουσία-απουσία του αναλυτή οδηγεί σε μια υστερικού τύπου σκηνοθέτηση, η οποία συμβάλει στη γνωστή μας ερωτική θετική μεταβίβαση. Για την ακρίβεια ο ψυχισμός για τον οποίο η αναλυτική κατάσταση είναι διευκολύνουσα, είναι ο ψυχισμός στον οποίο, για να το εκφράσουμε συνοπτικά, υπάρχει ένας ελάχιστος υστερικός πυρήνας στον οποίο θα βασιστεί η αναλυτική εργασία, προκειμένου να είναι δυνατοί οι προσδοκώμενοι μετασχηματισμοί. Αντίθετα, όταν ο πυρήνας αυτός είναι αναιμικός ή απών, όπως στους οριακούς αναλυόμενους, τότε η αναλυτική κατάσταση τείνει να γίνει εκ των πραγμάτων τραυματική, πιο «πραγματική».
Αναφορικά με τον έρωτα ο υστερικός δυσκολεύεται πολύ να αγαπήσει, αναζητά με πάθος τις αποδείξεις ότι ο άλλος τον αγαπά κρύβοντας την ανάγκη για αγάπη και σαγηνεύει τον άλλο ερωτικοποιώντας επιφανειακά τη σχέση μέχρι το παραπέντε της πραγμάτωσης μιας ψυχή τε και σώματι σχέσης από την οποία αποτραβιέται την τελευταία στιγμή. Ενώ, ο πιο «οριακός» αναλυόμενος έχει μάλλον αδυναμία στο να αγαπήσει, να ερωτευθεί με όλες τις συνιστώσες των σεξουαλικών ενορμήσεων, αδυναμία την οποία κρύβει με τα αιτήματα αγάπης που εκδηλώνει επιφανειακά. Η καταστροφικότητα σε αυτή τη περίπτωση καραδοκεί ή υπερισχύει. Η σχέση της σεξουαλικής ενόρμησης και της αγάπης δεν είναι μόνο επισφαλής, αλλά και δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκροτηθεί.
Ο γνήσιος έρωτας που είναι λέξη του Φρόυντ, ορίζεται ως η απόκτηση της δυνατότητας μείξης της τρυφερότητας και της αισθησιακότητας και αποτελεί την κατάληξη μιας μακράς και δύσκολης γέννησης. Για να υπάρξει ερωτική κατάσταση είναι αναγκαία, όπως είναι αυτονόητο, η σεξουαλική ενόρμηση αλλά και η εκτροπή της, τα αποσεξουαλικοποιημένα, μετουσιωμένα, εξιδανικευμένα παράγωγά της. Ακόμα και η ερωτική κατάσταση, που είναι μια σύντομη τρέλα (Green), δεν συγκροτείται μόνο από σεξουαλικά, πιο «κοντά» στο σώμα στοιχεία, αλλά και από πνευματικοποιημένα, όπως η αναγνώριση του εξωτερικού αντικειμένου ως ιδεώδες του εγώ. Κατά τον C. David, η ερωτική κατάσταση, υπό την προϋπόθεση να είναι αμφίδρομη, συνίσταται όχι μόνο σε μια επανάκτηση της ναρκισσιστικής ακεραιότητας αλλά και σε μια συνταρακτική αναγέννηση της όλης λιβιδινικής οικονομίας.
Αφού δώσουμε ένα πιο εκτεταμένο ορισμό για την έννοια του έρωτα στην ψυχανάλυση, θα προσεγγίσουμε πιο αναλυτικά τα σημεία που εκτέθηκαν παραπάνω: ερωτική επιθυμία, υστερικός πυρήνας, ζήλια, διάψευση της ζήλιας, πρωταρχική σκηνή, διχοτόμηση αισθησιακότητας, τρυφερότητας με υπερεκτίμηση του αντικειμένου όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες, με κλινικά παραδείγματα -βινιέτες που θα εκκινούν από την αναλυτική κατάσταση, η οποία έχει μια μίνιμουμ υστερική συγκρότηση σε αντιδιαστολή με τις οριακές περιπτώσεις στις οποίες η αναλυτική κατάσταση έχει σημαντικότερες δυσκολίες να συγκροτηθεί. Ελπίζουμε ότι θα φανούν πιο καθαρά οι περιπέτειες των ερωτικών διακυμάνσεων των αναλυόμενων διαμέσου επενδύσεων υποκατάστατων αντικειμένων που συναντούν στην καθημερινή τους ζωή ή σπανιότερα με άμεσο τρόπο στον έρωτα μεταβίβασης.
Τέλος, θα προσεγγίσουμε την ερωτική κατάσταση και όπου αυτή παραπέμπει και τη δυνατότητα ή μη του αγαπάν μέσα από το δίπολο αγαπώ – αγαπιέμαι.
Βιβλιογραφία
Braunschweig D. & Fain M. (1971) Éros et Antéros. Petite Bibliothèque Payot
David C. (1971) L’état amoureux. Paris P.U.F
Donner J.-L. (1995). Le divan bien tempéré, Paris, P.U.F.
Freud S. (2009) [1905]. Trois essais sur la théorie sexuelle, Œuvres complètes psychanalyse, T. VI, Paris, P.U.F.
Green, A. (1993). Le travail du négatif. Paris, Éd. de Minuit.
Green, A. (2002). La pensée clinique. Paris, Éd. Odile Jacob.
Γκριν Α. (2002). Η ιδιωτική τρέλα, Ψυχανάλυση των οριακών περιπτώσεων, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Rolland J. C. (1998). Guérir du mal d’aimer, Paris, Gallimard.
Schaeffer J. (2000) Le refus du féminin Paris P.U.F
Πάθος και ερμηνεία
Παρουσιάζουν: Ιωάννης Ανδριώτης, Κωνσταντίνα Κρούπη, Ανθή Σαμαρά
Συντονισμός: Κώστας Ζερβός
Στη συνεχιζόμενη μετακίνησή της η ψυχαναλυτική σκέψη, από τη στιγμή της γέννησής της ως σήμερα, συναντάται διαρκώς με τον Έρωτα. Η Άννα Ο., η Ντόρα, ο άνθρωπος με τους λύκους, ο Ράτμαν υπέφεραν, ανεπίγνωστα ή μη, από τις περιπλοκές του έρωτα, ενώ παράλληλα, η ψυχανάλυση γεννιόταν, αναπτυσσόταν, αποτύγχανε και θεμελιωνόταν στην προσπάθεια να κατανοήσει τις συγκρούσεις ανάμεσα στον έρωτα και τις δυνάμεις που αντιστέκονταν σε αυτόν, όπως εμφανίστηκαν στα δύο φροϋδικά μοντέλα, τοπογραφικό και δομικό και στη μεταφροϋδική σκέψη. Η ίδια η γενέθλια στιγμή της ψυχανάλυσης, η στιγμή της εισόδου της στη σκηνή, γίνεται ταυτόχρονα με εκείνη που ο Breuer την εγκαταλείπει, ανίκανος να κατανοήσει και να επεξεργαστεί τις θυελλώδεις συνέπειες ενός μεταβιβαστικού έρωτα. Από την άλλη, οι παθολογίες του σήμερα και ο τρόπος που ακούμε τη δυσφορία τους εμφορούνται σε τέτοιο βαθμό από την καταστροφικότητα, ώστε να αναρωτιόμαστε σκωπτικά μαζί με τον Green (1995) αν η σεξουαλικότητα έχει πλέον κάτι να κάνει με την ψυχανάλυση. Μια αντίστοιχη μετακίνηση της ψυχαναλυτικής σκέψης κάνει όλο και πιο «μεταφορικό» τον έρωτα, μετατοπίζοντάς τον σε όλο και πιο αφηρημένες μορφές. Η ιδέα του «αναλυτικού ζεύγους», της «επιστημοφιλίας», η «προσύλληψη» και «σύλληψη» των σκέψεων, οι «συνδέσεις» και οι επιθέσεις σε αυτές, οι «δεσμοί γνώσης» και το «μωρό» που γεννιέται από τη συνάντηση αναλυτή-αναλυόμενου, η σχέση «περιέχοντος -περιεχομένου» και το σύμβολο αρσενικού-θηλυκού με το οποίο ο Bion την αναπαριστά, μοιάζουν διαρκώς να υπαινίσσονται και, παράλληλα, να καθιστούν αφηρημένη μια σχέση ερωτική, με ζωτικό το ερώτημα αν κάτι χάνεται σε αυτή τη διαρκή μετατόπιση, που είναι της τάξεως του πάθους. Η ίδια η ψυχανάλυση χαρακτηρίζεται καταστατικά από αυτή την αμφίδρομη κίνηση, να προσεγγίζει και να απομακρύνεται από το μη αναπαραστάσιμο, αλλά και αυτό που είναι κοντά στο λιβιδινικό σώμα και είναι της τάξης της αναπαράστασης πράγματος, στην προσπάθεια της να το συνδέσει με λέξεις.
Τι διαχωρίζει την αναλυτική σχέση από τις άλλες σχέσεις αγάπης; Η αγάπη για τον αναλυόμενο και η αίσθηση ένωσης μαζί του εξισώνονται από τον Racker (1958) με τη θετική αντιμεταβίβαση στην ευρεία της έννοια. Οι ποιότητες και η ένταση της αντιμεταβίβασης είναι από τα κύρια αισθητήρια του αναλυτή για τα πεπρωμένα της αγάπης στη σχέση του με τον αναλυόμενο. Στο αναλυτικό πλαίσιο η επιθυμία δεν είναι ασύμμετρη, μας λέει ο Modell (1991), είναι όμως η επικοινωνία της επιθυμίας. Ο Friedman (1992) παρατηρεί πως η στιγμή της ερμηνείας της μεταβίβασης είναι μια στιγμή συνάντησης αντικειμενικότητας και πάθους, όπου ο ασθενής αντιδρά με πάθος (επιθυμία και απαγόρευση) και ο αναλυτής παραμένει αντικειμενικός. Ο λόγος του αναλυτή, εμποτισμένος από την αγάπη του για τον αναλυόμενο, αποκτά νόημα και σημασία για τον αναλυόμενο όταν συνδεθεί με τη συναισθηματική του εμπειρία, τη βιωμένη αλήθεια του (Laufer, 1994). Είναι όμως πάντα ο λόγος αρκετός; Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες μοιάζει κανένας λόγος του αναλυτή να μην μπορεί να προσφέρει νόημα. Ο Winnicott (1963) υποστήριζε πως μια καλή ερμηνεία την κατάλληλη στιγμή αποτελεί ένα «είδος φυσικής επαφής». Μια τέτοια ερμηνεία ως «μεταφορική πραγματοποίηση μιας φυσικής επαφής», οδηγεί στη συνάντηση αναλυτή αναλυόμενου ακόμα και στις πιο δύσκολες των περιπτώσεων.
Η αναλυτική κατάσταση αναφέρεται στη συμφωνημένη αναζήτηση της αλήθειας. Η πρώτη και, ίσως, η δυνατότερη επαφή του αναλυτή με τις εκδηλώσεις του έρωτα μέσα στην αναλυτική σχέση συνδέεται με την άρση της απώθησης. Κάτι που ήταν φυλακισμένο απελευθερώνεται, μας λέει ο Green (2005). Η ψυχαναλυτική τεχνική περιλαμβάνει την ταυτόχρονη διήθηση της σκέψης του αναλυτή μέσα από την αισθητική, τη δυναμική και την ενστικτική διάσταση της ψυχικής του λειτουργίας την ώρα που, ακούγοντας τους συνειρμούς του ασθενούς, προσπαθεί να διαμορφώσει την ερμηνευτική του πρόταση. Ο Arlow (1979) υποστηρίζει ότι «υπάρχει κάτι παθιασμένα αισθητικό και δημιουργικό σε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας». Είναι η αναζήτηση πάνω στο πώς το αυθόρμητο και το συγκεκριμένο απαρτιώνονται, μέσα από μια αλυσίδα γεγονότων: αρχικά της ταύτισης με τον αναλυόμενο, μετά του ελεύθερου συνειρμού του αναλυτή ως το πρώτο στοιχείο εσωτερικής αντίληψης των ασυνείδητων διεργασιών του ασθενούς, στη συνέχεια του ελεύθερου συνειρμού ως μορφής εσωτερικής επικοινωνίας του αναλυτή και τέλος της ενστικτικής συναρμογής όλων των στοιχείων που έχουν έρθει δια της συνειδητής κι ασυνείδητης οδού στη διάθεση του αναλυτή. Σύμφωνα με τη δομική θεωρία, η ερμηνευτική τεχνική είναι σωστή, όταν παρακολουθεί τη δυναμική παραγωγή συγκρουσιακών στοιχείων μεταξύ id – ego – superego. Μια σύγκρουση που έχει προκαλέσει ψυχικό πόνο θα φέρει έναν άνθρωπο στη θεραπεία κι εκεί θα συναντήσει τον αναλυτή με τη θεραπευτική του μέθοδο και με την προσωπικότητά του. Τα δυναμικά της σχέσης που εγκαθίσταται μεταξύ των δύο αναδεικνύουν α) την ανάγκη του αναλυόμενου ανθρώπου να αφηγηθεί την ιστορία του, προκειμένου να βρει και να θεραπεύσει τα σημεία που πονάνε και β) τη δέσμευση του αναλυτή ότι θα χρησιμοποιήσει τις γνώσεις και την τεχνική του για να «μεταφράσει» το ασυνείδητο περιεχόμενο σε συνδέσεις με το Εγώ που λειτουργεί ως αντικείμενο κι ως παρατηρητής-ιππέας. Ο Freud γράφει στον Jung το 1906 ότι «η θεραπεία είναι αποτέλεσμα αγάπης», μιλώντας για τη μεταβίβαση κι ότι η αγάπη του αναλυτή για τον αναλυόμενο δεν αφορά ούτε σε πράξεις ούτε σε λιβιδινικές αποκρίσεις, αλλά στον τρόπο με τον οποίο ταυτίζεται με τον αναλυόμενό του. Η ταύτιση αυτή, την οποία ο Sandler (1993) ονομάζει «συνεχή πρωταρχική ταύτιση», αναφέρεται στο ψυχαναλυτικό παράδοξο ο αναλυτής να αγαπά τον ασθενή ακριβώς μέσω της αποστασιοποίησής του (Green-Kristeva, 2005).
Στις θεραπείες παιδιών και εφήβων, από την δυομισάχρονη Piggle στην οποία ο Winnicott (1977) έλεγε: «είμαι εγώ, το μωρό Winnicott, που ήρθα από το μέσα της Piggle και με γέννησε, πολύ λαίμαργο, πολύ πεινασμένο, την αγαπάει πολύ, τρώει τα πόδια και τα χέρια της Piggle», μέχρι σύγχρονους αναλυτές όπως ο Ferro (2022), η Αlvarez (2012) ή η Molinari (2017) συναντάμε διαυγέστερα μορφές ψυχαναλυτικού πάθους, ενώ στις αναλύσεις ενηλίκων, το ερωτικό – στις αρχαϊκές αλλά και στις πιο «ώριμες», εκφάνσεις του – είτε διακρίνεται δυσκολότερα, είτε ερμηνεύεται ως καταστροφικότητα.
Προκύπτουν, λοιπόν, αναγκαστικά τα παρακάτω ερωτήματα: πώς διασφαλίζεται η ύπαρξη ενός δημιουργικού πάθους στην αναλυτική συνάντηση, τη στιγμή που αυτό μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για τον αναλυόμενο και τον αναλυτή; Ακόμη, πώς γίνεται ο λόγος, και πιο συγκεκριμένα η ερμηνεία, εκείνο που μπορεί και καθιστά το πάθος δημιουργικό, πλημμυρίζοντας από ζωή την αναλυτική συνάντηση, την ίδια στιγμή που θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε άδειο κέλυφος που αφυδατώνει την αναλυτική διαδικασία;
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Alvarez, A. (2012) The thinking heart. Three levels of psychoanalytic therapy with disturbed children. London: Routledge.
Arlow, J. A. (1979) The Genesis of Interpretation. J. Amer. Psychoanal. Assn., Suppl., 27: 193-206.
________ (1987) The Dynamics of Interpretation. Psychoanal. Q., LVI : 68-87.
Baranger, M. (1993) The Mind of the Analyst: From Listening to Interpretation. Int. J. Psycho-Anal., 74: 15-24.
Bolognini, S. (1994) Transference: Erotised, Erotic, Loving, Affectionate. Int. J. Psycho-Anal., 75: 73-86.
Civitarese, G. & Ferro, A. (2022) Playing and vitality in psychoanalysis. London: Routledge.
Ferenzci, S. (1988) Confusion of Tongues Between Adults and the Child – The Language of Tenderness and of Passion. Contemporary Psychoanalysis, 24:196-206
Freud. S. (1923) The Ego and the Id. S.E., 19: 1-66.
Friedman, L. (1992) How and Why Do Patients Become More Objective? Sterba Compared with Strachey. Int. J. Psychoanal., 61:1-17.
Gabbard, G. (1996) The Analyst’s Contribution to the Erotic Transference. Contemp. Psychoanal., (32): 249-272.
Green, A. (1995) Has sexuality anything to do with Psychoanalysis? Int J Psycho-Anal.,76:871-883.
Green, A. (2000) The Chains of Eros – The Sexual in Psychoanalysis. Routledge, London.
Green, A. & Kohon, G. (2005) Love and its Vicissitudes. Routledge, London & New York
Heimann, P. (1956) Dynamics of Transference Interpretations. Int. J. Psychoanal., 37:303-310.
Θανόπουλος, Σ. (2012) Ο χώρος της ερμηνείας. Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα.
Ιωαννίδης, Χρ. (2009) Απατηλές σχέσεις. Οιδίπους, 2: 392-410.
Kernberg, O. (1997) The Nature of Interpretation : Intersubjectivity and the Third Position. Am. J. Psychoanal., (57)(4): 297-312.
Klauber, J. (1976) Some Little Described Elements of the Psychoanalytic Relationship and Their Therapeutic Implications. Int. Rev. of Psychoanal., 3:283-290.
Κονδύλη, Κ. (2009) Ψυχαναλυτική ερμηνεία: Από τον αναλυτή-καθρέφτη στη διϋποκειμενικότητα και από την ιστορική αλήθεια στην αφήγηση. Οιδίπους, 2: 342-379.
Kris, E. (1951) Ego Psychology and Interpretation in Psychoanalytic Therapy. Psychoanal. Q., 20: 15-30.
LaFarge, L. (2000) Interpretation and Containment. Int. J. Psycho-Anal., 81(1):67-84.
Laufer, M.E. (1994) Formulation of Interpretation—From Truth to Experience. Int. J. Psycho-Anal., 75:1093-1105.
Loewenstein, R.M. (1951) The Problem of Interpretation. Psychoanal Q., 20:1-14.
__________ (1957) Some Thoughts on Interpretation in the Theory and Practice of Psychoanalysis. Psychoanal. St. Child, 12:127-150.
Modell A. (1991) The Therapeutic Relationship as a Paradoxical Experience. Psychoanalytic Dialogues, 1: 13-28.
Molinari, E.(2017) Field Theory in Child and Adolescent Psychoanalysis, London Routledge
Racker, H. (1958) Counterresistance and Interpretation. J. Amer. Psychoanal. Assn., 6:215-221.
________ (1958). Psychoanalytic Technique and the Analyst’s Unconscious Masochism. Psychoanal. Q. (27): 555-562.
Ricoeur, P. (1988) Περί ερμηνείας. Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα
Sandler, J. Sandler, A. (1984) The Past Unconscious, the Present Unconscious, and Interpretation of the Transference. Psychoanal. Inq., 4(3):367-399.
Sandler, J. (1993) On Communication from Patient to Analyst: Not Everything is Projective Identification. Int. J. Psychoanal., (74): 1097-1107.
Winnicott, D.W. (1949) Hate in the Countertransference. Int.J. Psychoanal., 30:69-74.
__________ (1963) Μελέτη ορισμένων αντιθέτων με παράμετρο την επικοινωνία και την μη-επικοινωνία στο Διαδικασίες ωρίμανσης και Διευκολυντικό περιβάλλον. Εκδόσεις Επέκεινα, 2013
__________ (1977) The Piggle. An account of the psychoanalytic treatment of a little girl. Penguin Books.
Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής
Παρουσιάζουν: Απόστολος Βαλτάς, Λήδα Ξενάκη
Συντονισμός: Ιάκωβος Κλεώπας
Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής, όπως καταγράφεται στις «Μεταμορφώσεις» του Απουλήιου, Λατίνου συγγραφέα του 2ου αιώνα μ.Χ., εστιάζει στους ψυχικούς μετασχηματισμούς με αλληγορικό τρόπο. Η ιστορία αφορά την υπέρβαση των εμποδίων ανάμεσα στην Ψυχή και στον Έρωτα και την ένωση τους σε έναν ιερό γάμο. Αν και η μόνη εκτεταμένη αφήγηση που σώζεται είναι αυτή του Απουλήιου, αναφορές σε αυτόν τον μύθο καθώς και απεικονίσεις του στην Τέχνη υπάρχουν ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. Έκτοτε, η υποδοχή του Έρωτα και της Ψυχής στην κλασική παράδοση είναι εκτεταμένη. Η ιστορία επαναλαμβάνεται στην ποίηση, το δράμα και την όπερα και απεικονίζεται ευρέως στη ζωγραφική και τη γλυπτική μέχρι σήμερα.
Στον μύθο, μια νέα κοπέλα, η Ψυχή, προκαλεί τον φθόνο της Αφροδίτης για την ομορφιά της. Η θεά διατάζει τον γιό της Έρωτα να σαγηνεύσει την Ψυχή ώστε να ερωτευτεί τον πιο άσχημο από τους ανθρώπους. Όμως, ο Έρως τρυπιέται κατά λάθος με το δικό του βέλος, ερωτεύεται την Ψυχή και την υποδέχεται στο όμορφο παλάτι του. Εδώ, η Ψυχή, ως συμβία του Έρωτα, εισάγεται σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, καθώς της απαγορεύεται να αντικρίσει τον εραστή της, αλλά ακόμη και τις υπηρέτριες που την υπηρετούν - μπορεί να ακούει μόνο τις φωνές τους. Κάθε βράδυ σμίγει ηδονικά με τον σύντροφο της. Η συμφωνία, ωστόσο, είναι ότι όλα πρέπει να συμβαίνουν στο σκοτάδι. Οι αδερφές της Ψυχής την πείθουν πως πρέπει να δει το πρόσωπο του εραστή της, τονίζοντάς της ότι, αν αυτός δεν θέλει, σημαίνει ότι είναι ένα τέρας που θα τη σκοτώσει. Όταν παραβαίνει την απαγόρευση και, βάζοντας λίγο φως, κοιτάζει το πρόσωπο και το σώμα του αγαπημένου της, εξωθείται από το παλάτι. Η Ψυχή ικετεύει την Αφροδίτη να τη βοηθήσει και η φθονερή θεά την εξαναγκάζει να περάσει μια σειρά από φαινομενικά αδύνατες δοκιμασίες, με σκοπό να εμποδίσει την ευτυχία της. Η Ψυχή ωστόσο καταφέρνει να ανταπεξέλθει. Το τελευταίο καθήκον περιλαμβάνει ένα ταξίδι στον κάτω κόσμο. Παρά τον αρχικό φόβο, η Ψυχή ανακτά με επιτυχία ένα κουτί που περιέχει ένα φίλτρο ομορφιάς για την Αφροδίτη. Ωστόσο, η περιέργεια την οδηγεί να ανοίξει το κουτί, πράξη που την οδηγεί σε βαθύ ύπνο. Ο Δίας, συγκινημένος από την αγάπη του θεού Έρωτα, χαρίζει στην Ψυχή την αθανασία, επιτρέποντας στον Έρωτα να ενωθεί μαζί της για πάντα. Ο Έρωτας και η Ψυχή γίνονται σύζυγοι και αποκτούν μαζί ένα παιδί, την Ηδονή.
Η ιστορία της Ψυχής έχει στοιχεία που συναντούμε σε πολλούς αρχαίους μύθους, όπως την επικίνδυνη περιέργεια, τις τιμωρίες και τις δοκιμασίες, αλλά και τη λύτρωση μέσω της θεϊκής εύνοιας. Αν και ο μύθος δεν εξηγείται ως μια αυστηρή αλληγορία ενός συγκεκριμένου πλατωνικού επιχειρήματος, ο Απουλήιος ή ο άγνωστος προγενέστερος δημιουργός του μύθου, δείχνει να βασίστηκε σε εικόνες όπως η επίπονη ανάβαση της φτερωτής ψυχής (Φαίδρος 248), και η ένωση με το θείο που πέτυχε η Ψυχή μέσω της δράσης του δαίμονα της αγάπης (Συμπόσιο 212β). Στην Πλατωνική φιλοσοφία, ο Έρως θεωρείται η υπερβατική δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο προς την ομορφιά και την αλήθεια. Αντιστοίχως, ο μύθος παριστά τον Έρωτα ως θεό, και σκιαγραφεί τη σύνδεσή του με την Ψυχή ως το ταξίδι του ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωση. Οι δοκιμασίες της Ψυχής γίνονται οι προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν στην πορεία προς την υψηλότερη γνώση και το ιδανικό.
Στο ίδιο μοτίβο, η φροϋδική ψυχολογία θεωρεί τον Έρωτα ως τη θεμελιώδη ζωτική δύναμη που σχετίζεται όχι μόνο με την αναζήτηση της ηδονής, αλλά και με τον πνευματικό προσανατολισμό. Στον μύθο, το ταξίδι της Ψυχής σημαίνει τις συγκρούσεις εντός του ανθρώπινου ψυχικού χώρου, όπως τις εξερευνά η θεώρηση του Freud. Η τυχαία πληγή του Έρωτα με το βέλος χρησιμεύει ως μια οδυνηρή μεταφορά για την απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη φύση της επιθυμίας. Ο έρωτας, που συχνά προκύπτει απροσδόκητα, διαταράσσει τους καθιερωμένους κανόνες και τις προσδοκίες. Αυτό απηχεί την αντίληψη του Freud ότι το id λειτουργεί με βάση την αρχή της ευχαρίστησης, αναζητώντας άμεση ικανοποίηση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κοινωνικοί κανόνες ή συνέπειες. Το ταξίδι της Ψυχής, επιφορτισμένο με καθήκοντα που επιβάλλονται από την Αφροδίτη, μπορεί να θεωρηθεί ως η ατομική ψυχοσεξουαλική εξερεύνηση και η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη. Τα ορισμένα από την Αφροδίτη καθήκοντα της Ψυχής συμβολίζουν τις προκλήσεις που συναντώνται στο ταξίδι της αυτο-ανακάλυψης και της εξατομίκευσης, κεντρικές έννοιες της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Το άνοιγμα του μυστηριώδους κουτιού, παρά τις αντίθετες προειδοποιήσεις, θα μπορούσε να ειδωθεί ως η αντιπαράθεση της Ψυχής με τις καταπιεσμένες επιθυμίες και μνήμες. Αλλά και το ταξίδι στον κάτω κόσμο, μοτίβο επαναλαμβανόμενο τόσο στη μυθολογία όσο και στην ψυχανάλυση, σημαίνει την κάθοδο στον ασυνείδητο νου. Η ανάκτηση του φίλτρου της ομορφιάς από την Ψυχή μπορεί να ερμηνευτεί ως η ενσωμάτωση καταπιεσμένων επιθυμιών στον συνειδητό εαυτό της. Ωστόσο, η επακόλουθη ασυνείδητη κατάστασή της υποδηλώνει τη συντριπτική επίδραση του μη επεξεργασμένου υλικού από το ασυνείδητο.
O Nachmansohn (1915), σε εμπεριστατωμένο άρθρο του, επιχειρηματολογεί ότι η πλατωνική σύλληψη του έρωτα είναι ταυτόσημη με την έννοια της φροϋδικής libido. Ο όρος libido κατά τον Nachmansohn είναι περιοριστικός για την ευρεία έννοια της libido όπως την εννοεί ο Freud· υποστηρίζει δε ότι ο όρος έρως θα έπρεπε να αντικαταστήσει τον όρο libido στην ψυχανάλυση καθώς εννοιολογικά είναι πληρέστερος. Αμφότερες οι προσεγγίσεις, τόσο η πλατωνική όσο και η φροϋδική, συγκλίνουν όχι μόνο στη σωματική συνιστώσα, αλλά και στην ανάδειξη της μετoυσιωτικής δύναμης του Έρωτα. Ο Πλατωνικός Έρως, στοχεύοντας στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη, συνάδει με την έμφαση του μύθου στο ταξίδι της Ψυχής προς την αυτοπραγμάτωση. Η φροϋδική έννοια του Έρωτα, που αντιπροσωπεύει όχι μόνο τα ζωτικά ένστικτα και την αναζήτηση της ηδονής, αλλά και την μετουσιωτική του δυναμική, εντοπίζεται στην παθιασμένη και πολλές φορές ταραχώδη φύση του έρωτα στον μύθο. Τόσο η Πλατωνική ιδέα του έρωτα, που στοχεύει στην ανώτερη αλήθεια, όσο και η φροϋδική αντίληψη του έρωτα, ως σύνθετη επίδραση στον ψυχισμό, συναντώνται στην μύθο στην έννοια της μεταμόρφωσης.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον της ψυχανάλυσης δεν σταματά εδώ. Ο μύθος γράφτηκε ή καταγράφηκε σε μια εποχή που την ηγεμονία της πατριαρχίας κλυδώνιζαν οι μίξεις των πολιτισμών και που οι γυναικείες φωνές έβρισκαν νέα πολιτιστική απήχηση. Στον μύθο, μια νεαρή γυναίκα σπάει ένα ταμπού κοιτώντας το απαγορευμένο πρόσωπο του Έρωτα, κάτι που θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε ως μια δράση γυναικείας αυθάδειας σε μια πατριαρχική κοινωνία: μια νεαρή γυναίκα μπορεί να βλέπει και να μιλάει για τον έρωτα. Η Ψυχή είναι η ερωμένη του Έρωτα και η μητέρα της Ηδονής. Η τριάδα που επιφέρει αυτή τη μεταμόρφωση είναι μια νεαρή γυναίκα (η Ψυχή), ο εραστής της (ο Έρως), και η μητέρα του (η Αφροδίτη) - μια εναλλακτική δηλαδή στο οιδιπόδειο τρίγωνο. Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής θα παραμερισθεί από την ψυχανάλυση, επισκιασμένος από τον Οιδίποδα και την ιστορία του. Οι γυναίκες περιγράφονται ως «καλυμμένες σε μια αδιαπέραστη αφάνεια» (Freud, 1905b, S.E.: 151) και, καθώς ο Έρως συνδέεται όχι με την Ψυχή αλλά με τον Θανάτο και η ηδονή γίνεται αρχή, οι γυναίκες γίνονται «μια 'σκοτεινή ήπειρος' για την ψυχολογία» (Freud, 1926, S.E.: 212) και η θηλυκότητα, ένα αίνιγμα (Freud, 1933, S.E.: 116). Αν ο μύθος του Οιδίποδα σημειώνει το μονοπάτι προς τη νεύρωση, ο μύθος της Ψυχής και του Έρωτα σηματοδοτεί μια διαδρομή που απομακρύνεται από την τραγωδία. Τελειώνει με τη γέννηση μιας κόρης που ονομάζεται Ηδονή, χαράζοντας το περίγραμμα μιας νέας ιστορίας.
Θέματα του εργαστηρίου:
1. Ο φθόνος και ο Έρως. Ο μύθος της Ψυχής προσφέρει μια εικόνα του γυναικείου φθόνου. Όταν «η εύρεση αντικειμένου είναι η επανεύρεση αντικειμένου», (Freud) το στάδιο του φθόνου είναι έτοιμο.
2. Στον μύθο, η αίσθηση μέσω της οποίας το αντικείμενο γίνεται θετικά αντιληπτό ως σαγηνευτικό δεν είναι η όραση αλλά η αφή, ενώ το αρνητικό - αυτό που τρομάζει - αντιπροσωπεύεται από αυτό που δεν είναι ορατό.
Βιβλιογραφία
Bonaparte M. 1954 The Fault of Orpheus in Reverse. International Journal of Psychoanalysis, 35: 109-112.
Civitarese G. 2019 The Birth of the Pcyche and Intercorporeity. Fort Da, 25: 6-25.
Gilligan C. 2004 Recovering Psyche: Reflections on Life History and History. Annual of Psychoanalysis, 32:131- 147.
Nachmansohn M. (1915) Freuds Libidotheorie verglichen mit der Eroslehre Platos. Internationale Zeitschrift für Psychoanalyse, 3:65-83
Κυριακή 24 Νοεµβρίου
16.30 - 18.00 (Τρία παράλληλα εργαστήρια)
Σχέση του Έρωτα με το Ωραίο - Ψυχανάλυση και Αισθητική
Παρουσιάζουν : Νίκος Τζαβάρας, Χρυσή Γιαννουλάκη
Συντονισμός : Μαρία Δανιήλ
Η σημασία της Αισθητικής και της Τέχνης για τη σεξουαλική ενόρμηση αποτέλεσε ένα διαρκές πρόβλημα για τον Φρόυντ ο οποίος δεν έπαυσε να υπογραμμίζει πως η ψυχανάλυση αδυνατεί να εξηγήσει τη μοναδικότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες, από το χώρο της ποίησης , του μυθιστορήματος ή της ζωγραφικής που τον απασχόλησαν – από τους Έλληνες τραγικούς (Σοφοκλής), τους μεγαλοφυείς εκπροσώπους της Αναγέννησης (Λεονάρντο ντα Βίντσι) έως ορισμένους σύγχρονους του συγγραφείς (Τόμας Μανν) οι οποίοι περιλαμβάνονταν κατά διαστήματα στους συνομιλητές του - υπήρξαν γι’ αυτόν ένα αντικείμενο μελέτης που συνέβαλε στην ενίσχυση και διεύρυνση των δικών του συλλήψεων για το ασυνείδητο. Δεν χρειάζεται να υπογραμμιστεί για πολλοστή φορά η σχέση της τραγωδίας του ‘Οιδίποδα Τυράννου’– της οποίας η δομή θεωρήθηκε από τον Αριστοτέλη ως μορφολογικά υποδειγματική – με τις θεμελειώδεις ανακαλύψεις της ψυχανάλυσης. Εντούτοις το πως συντελείται η ‘ανάσυρση’ στοιχείων του ασυνειδήτου μέσω μιας προνομιακής δημιουργικής ευαισθησίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξιχνίαστο για τον Φρόυντ. (Βλ. μεταξύ άλλων Freud, Bd.XIV, “Das Unbehagen in der Kultur” – ‘Η Δυσφορία εντός του Πολιτισμού’) Καταθέτει τα όπλα μπροστά στους τρόπους ανίχνευσης του ασυνειδήτου από την πλευρά των καλλιτεχνών ενώ αποφεύγει παράλληλα την εκπόνηση μιας συστηματικής Αισθητικής για την ιδιομορφία του Ωραίου που αποτελεί στην Τέχνη το κατ’ εξοχήν όχημα επικοινωνίας ενός καλλιτεχνήματος με τον θεατή, τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Ήδη το 1905 στις «Τρεις Πραγματείες επί της Θεωρίας της Σεξουαλικότητας» επανέρχεται κατ’ επανάληψη στο κάλλος ως κατάληξη της φυσικής επιλογής αναπαραγωγής που θα επιτρέψει την εξέλιξη του σεξουαλικού αντικειμένου προς την Ομορφιά (Bd.V, s.55 – Τόμος V, sel.55). Στο ίδιο σημείο περιγράφει το πως η θέαση του σώματος προξενεί την πιο συχνή λιβιδινική διέγερση συνυφασμένη με την εν μέρει επιτρεπτή αποκάλυψη του η οποία απομακρύνεται ή μπορεί να αποσπαστεί από το καθαυτό σεξουαλικό στόχο. Τα παραδείγματα στο έργο του Φρόυντ για την ερμηνεία της μετουσίωσης (ή μέταρση κατά την ερμηνεία του Γ. Σεφέρη του όρου Sublimierung) προέρχονται από διαδοχικές στιγμές της πορείας του έργου του κυρίως κατά την ανάδειξη της σημασίας του Εγώ και του Ναρκισσισμού. Εξαρχής υπογραμμίζει πως η κατάκτηση υψηλών πολιτισμικών – καλλιτεχνικών επιτευγμάτων είναι μία δυνατή συμβολή της libido που διακρίνει ως ένα σημείο τη φυσιολογική συμπεριφορά. Ωστόσο λ.χ. η ηδονική θέαση (Schaulust) που αφορά το όλον του ερωτικού αντικειμένου είναι δυνατό να μεταβληθεί στην επιτακτική διαστροφική επιθυμία της κατεύθυνσης του βλέμματος μόνον προς τα γεννητικά όργανα.
Η ομάδα εργασίας μας μετά από σύντομες εισηγήσεις θα θελήσει να αναπτύξει έναν διάλογο, ο οποίος δεν θα όφειλε να απουσιάζει κατά τη γνώμη μας στο συνέδριο μας, γι’ αυτό το θέμα. Το πόσο χαρακτηριστική και ουσιαστική παραμένει η σύζευξη ανάμεσα στις εκφάνσεις του Κάλλους και στην Ερωτική Ενόρμηση ενσαρκώνει η μορφή της Αφροδίτης η οποία ήταν τόσο η Θεά της Ομορφιάς όσο και του Έρωτα. Πλήθος μυθολογικών μορφών εξυφαίνονται με την παρουσία της και καταδεικνύουν τις διαφορετικές όψεις και αντινομίες της ερωτικής της υπόστασης : δεν θα αγαπήσει μόνον τον ωραίο Άδωνη, αλλά και τον ζωώδη Παν. (Όπως άλλωστε συμβαίνει και στους θνητούς ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται αναλυόμενοι και αναλυτές). Ο πολυτάραχος περιπετειώδης βίος της, τον οποίον εκθέτει ο πασίγνωστος μελετητής της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας, συνεργάτης του Jung και φίλος του Ν. Καζαντζάκη, K. Kerenyi στο έργο του (Κ. Ker. , 1976 : Η Μυθολογία των Ελλήνων) δεν περικλείει μόνον τους πόθους Θεών και ανθρώπων που την αναζητούν, αλλά και το πάθος της που ασκούν ερωτικά αντικείμενα στην ίδια. Τις πλείστες φορές η έλξη έχει ως αφετηρία τα θέλγητρα ενός ωραίου εραστή (βλ. επίσης Θ. Κακριδή (1986) ) Κατ’ αναλογία προς τη θεά Αφροδίτη εμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου η Ελένη για την οποία διαδραματίζεται ο Τρωϊκός Πόλεμος!
Θα θέλαμε εντούτοις να επιμείνουμε, έχοντας κατά το πρότυπο του Freud ενδεικτικό φάσμα αναφοράς την Τέχνη, στις διαφορές που παρουσιάζονται στους καλλιτέχνες ανάμεσα στις συλλήψεις και εικόνες ερωτικών αντικειμένων και φαντασιώσεων. Είναι προφανές ότι ορισμένες καλλιτεχνικές εκφάνσεις εστιάζονται περισσότερο στην περιγραφή της Ομορφιάς, των εξωτερικών γνωρισμάτων του αντικειμένου μέσω της μετουσίωσης – προφανώς συχνά ανταποκρινόμενες σε αρχικές ναρκισσιστικές ανάγκες του προσεγγιζόμενου αντικειμένου -, ενώ σε άλλες επικρατούν ισχυρότερες, αμεσότερες σεξουαλικές επιθυμίες. Έτσι ο Δ. Μαρωνίτης σημειώνει μία χαρακτηριστική διαφοροποίηση ανάμεσα σε μία ποιήτρια και σ’ έναν ποιητή του 7. π.χ αιώνα, τη Σαπφώ και τον Αλκαίο. Η μεγάλη ερωτική ποιήτρια αναπαριστά το δριμύτερο σωματικό πάθος δίχως να παραιτείται από τη συνοδό μορφολογική τελειότητα των στίχων. Αντίθετα ο σύγχρονος άνδρας συνάδελφος της εκφράζεται με τον λυρικό συγκρατημό που προέρχεται από την υποκειμενική του ευαίσθητη επιφυλακτικότητα (Βλ. Κυρτάτας κτλ, (2010) σελ. 83-84, μεταφρ. ποιημάτων Μαρωνίτη). Τα παραδείγματα είναι ανεξάντλητα, ίσως τόσα όσα και τα έργα - όπως μεταξύ άλλων από την καβαφική ποίηση στην οποία τα ερωτικά αντικείμενα οφείλουν να είναι και να παραμένουν ‘έμορφα΄’.
Στο ίδιο πλαίσιο θα θελήσουμε να ανακαλύψουμε όμοιες αντιπαραβολές από αναλύσεις. Ποια είναι η ιδιαίτερη σημασία της προβληματικής της Ομορφιάς και της Σεξουαλικότητας στη μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση, ανάμεσα σε δύο απαραίτητα συμπληρωματικούς και αντιθετικούς πόλους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
FREUD, S.
(1942): Gesammelte Werke Bd.5
(1946): Gesammelte Werke Bd. 10
(1948): Gesammelte Werke Bd. 14 Frankfurt/M. (Fischer)
ΚΑΒΑΦΗΣ, Κ.Π. (1982): Τα ποιήματα Α΄ (1897 – 1918) Νέα
έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη. Αθήνα (Ίκαρος)
ΚΑΒΑΦΗΣ, Κ.Π. (1995): Τα ποιήματα Β΄ (1919 – 1933) Νέα
έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη. Αθήνα (Ίκαρος)
ΚΑΚΡΙΔΗΣ, Ι.Θ. (1986): Ελληνική Μυθολογία. Τόμος 2: Οι
Θεοί. Αθήνα (Αθηνών)
KERENYI, K. (1977): Die Mythologie der Griechen. I. Die
Götter- und Menschheitsgeschichte. München (dtv)
ΚΥΡΤΑΤΑΣ, Δ.Ι. και Σ.Ι. ΡΑΓΚΟΣ (2010): Η Ελληνική Αρχαιότητα. Συντονιστής: Δ.Ν. Μαρωνίτης. Αθήνα (ΒΗΜΑ)
ΣΑΠΦΩ. Ανασύνθεση και απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης. Αθήνα
(Ίκαρος) 1985
SAPPHO. Hrsg. M. Treu. Darmstadt (Wissenschaftliche
Buchgesellschaft) 1976
SPECTOR, J.J. (1972): Freud und die Ästhetik. Psychoanalyse,
Literatur und Kunst. München (Kindler)
Η λογοκρισία της ερωμένης. Ένα εργαστήριο γύρω από το βίωμα του έρωτα και της απώλειας στις απαρχές της οργάνωσης της ψυχικής πραγματικότητας
Παρουσιάζουν: Στέλλα Παρασκευά, Ιάκωβος Κλεώπας
Συντονισμός: Μαρία Χατζηανδρέου
Ο Michel Fain εισήγαγε την έννοια της λογοκρισίας της ερωμένης στο «Prélude à la vie fantasmatique» το 1971, έννοια την οποία ανέπτυξε και επεξεργάστηκε με την Denise Braunschweig στο κοινό θεωρητικό τους ταξίδι.
Η λογοκρισία της ερωμένης είναι η λογοκρισία που εισάγει η μητέρα στην ίδια της τη λειτουργία όταν ένα μέρος της ερωτικής της λίμπιντο αρνείται να είναι μητέρα. Η μητέρα που γίνεται και πάλι γυναίκα αποδεσμεύει και απελευθερώνει τις ενορμητικές δυνατότητες του παιδιού. Αυτή η παρατήρηση οδήγησε τον Fain στη σύλληψη της λογοκρισίας της ερωμένης, μια λογοκρισία η οποία ασκείται συγχρόνως στις ενστικτώδεις δυνατότητες που μπορεί να παρεμποδίσουν την πατρική επιθυμία. Η λογοκρισία ασκείται τη στιγμή που η μητέρα εγκαταλείπει τον ρόλο της ως μητέρας για να αναλάβει τον ρόλο της ως γυναίκας. Αποεπενδύει το παιδί της ορίζοντας έναν τρίτο, απόντα, ο οποίος επενδύεται ως αντικείμενο της φαντασίωσής της και εν δυνάμει αντικείμενο ταύτισης για το παιδί. Η απομάκρυνση αυτή ωθεί το παιδί να επενδύσει τον εαυτό του αυτοερωτικά και του ανοίγει τον δρόμο στη μορφοποίηση των πρωταρχικών φαντασιώσεων και του οιδιπόδειου πεπρωμένου, συνιστώντας έτσι ένα πραγματικό πρελούδιο στη φαντασιωτική ζωή.
Η λογοκρισία της ερωμένης ως συνθήκη της ερωτικής σχέσης των γονέων θέτει την προβληματική της σχέσης θηλυκού και μητρικού, καθώς επίσης ενορμητικού και μητρικού. Για τους Fain και Braunschweig (1971), η αντίθεση μεταξύ μητρικού ενστίκτου και σεξουαλικότητας είναι ριζική. Η μητέρα και η γυναίκα θα μείνουν για πάντα άσπονδοι εχθροί. Τι προκύπτει όταν οι δυο άσπονδοι εχθροί, μητρικό και θηλυκό, μάχονται στην αρένα της ζωής και επικρατεί μόνο η μία από τις δύο πλευρές; Η μητέρα επενδύει το ψυχικό σύστημα του Αυτό του παιδιού της. Η αποεπένδυση, αποκαλύπτοντας τις δυνατότητες του Αυτό που λογοκρίθηκαν εξαρχής προκειμένου να αφήσουν ελεύθερο πεδίο στην πατρική επιθυμία, οδηγεί στη διαμόρφωση αναπαραστάσεων οι οποίες, σε συνήχηση με τις πρωταρχικές φαντασιώσεις, θα συγκροτήσουν τον πυρήνα του ασυνειδήτου.
Τι μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη αυτήν; Ποιος είναι ο αντίκτυπος στην οιδιποδειακή οργάνωση και στην αναγνώριση της ετερότητας; Πώς ο ανεπαρκής αλεξιερεθιστικός ρόλος της μητέρας κινδυνεύει να παρατείνει το πρωτόγονο, αδιαφοροποίητο χάος; Η υπόθεση εργασίας στηρίζεται στην πρωτεύουσα σημασία της τριαδικοποίησης, που αφήνει τα χνάρια της στο ασυνείδητο του υποκειμένου, μέσω της παρουσίασης δύο κλινικών περιπτώσεων.
Υπό μία έννοια θα περιγράφαμε τη «λογοκρισία της ερωμένης» ως ένα μικρό καθημερινό σενάριο - άλλοτε ευμενώς και άλλοτε δυσμενώς πραγματωμένο - της οργάνωσης της ψυχικής ζωής, της σχέσης με τα αντικείμενα και αρχικά της σχέσης με το ίδιο το σώμα του παιδιού, της μητέρας - ερωμένης αλλά και του πατέρα. Άλλωστε, πέραν ή μαζί με το παιδί, αποτελεί ένα επίσης ουσιαστικό βίωμα των γονέων του παιδιού, καθώς και οι ίδιοι αναβιώνουν ενδοψυχικά (φαντασιωσικά) και σωματικά, καθοριστικές εμπειρίες μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκε η σωματοψυχική τους οργάνωση ή ακόμα η μητρική και η πατρική λειτουργία.
Μέρα με την ημέρα, και πριν κάθε νύχτα, σε αυτή την αλληλουχία σκηνών, βιώνονται πολλαπλές μορφές του έρωτα και της απώλειας, ή διαφορετικά των ενορμητικών κινήσεων ζωής και θανάτου. Μέσα από τις λέξεις, τις μικρές φωνές, τα αγγίγματα, τις πράξεις φροντίδας και παιχνιδιού αλλά και της σιωπής τους, βιώνονται, διατυπώνονται αισθητηριοκινητικά και σταδιακά λεκτικά, μετασχηματίζονται και νοηματοδοτούνται διάφορες εκδοχές απαγορεύσεων και οριοθετήσεων. Με αυτόν τον τρόπο συντίθενται πρώιμες μορφές του υπερεγώ, το οποίο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ανήκει σε μια μορφή προψυχικής τοπικής.
Η λέξη censure, με λατινικές ρίζες (η ετυμολογία στα Λατινικά και την αρχαία γαλλική γλώσσα παραπέμπουν στο πρωτο-ινδοευρωπαϊκό ḱn̥seh, που σημαίνει ανακοινώνω και την σανσκριτική λέξη śaṃsati που σημαίνει δηλώνω), καλύπτει ένα φάσμα συγγενών εννοιών και λέξεων, από τη γνωμοδότηση, τη σκέψη και την κρίση έως και την καταδίκη μιας πράξης ή ενός λόγου, εκ μέρους ενός σώματος εξουσίας. Σκεπτόμενοι τη διεργασία της λογοκρισίας της ερωμένης, θα λέγαμε ότι υπογραμμίζεται η πρωιμότητα και η σωματική καταγωγή του λόγου καθώς και της σιωπής και των απαγορεύσεων. Πόσο μάλλον της αντίστοιχης σωματικής υπόστασης του χώρου και του χρόνου που υπάρχει ανάμεσα στην πράξη του λόγου και στην πράξη της σιωπής.
Η έννοια ενός πρωτογενούς υπερεγώ, όπως άλλωστε η έννοια της λογοκρισίας της ερωμένης, μπορεί να μας επιτρέψει μια κατανόηση της γενεαλογίας του έρωτα, της λιβιδινικής ανάπτυξης και της απώλειας, ως ένα γόνιμο έδαφος ψυχικοποίησης (όπως φυσιολογικά το υπερεγώ της 2ης τοπικής θεωρίας) ή ως τραυματογόνος συνθήκη.
Από την πλευρά της κλινικής, η έννοια ενός πρωτογενούς υπερεγώ θα θεωρούσαμε ότι αναλογεί στην έννοια αλλά και στο σύμπτωμα μιας πρωτογενούς ή, όπως θα προτείναμε, ενεστώσας ενοχής. Η θεματική της πρωτογενούς ενοχής και ενός προ-οιδιπόδειου υπερεγώ, έχει εξετασθεί από διάφορους σύγχρονους ψυχαναλυτές σε σχέση με τον ναρκισσισμό και την ψυχοσωματική. [Ciccone et Ferrand (2009), Press (2012), Roussillon (2012)].
Η ενεστώσα ενοχή αφορά μια συγκίνηση, παρά ένα συναίσθημα. Μπορούμε να την κατανοήσουμε ως κλινική έκφραση και ως θεμελιώδες βίωμα στην πρωτογενή σχέση με το αντικείμενο. Ως συγκίνηση, ενέχει ένα προ-αναπαραστατικό αισθητηριοκινητικό υπόβαθρο και επίσης ανήκει στο πεδίο της συνείδησης. Πρόκειται ωστόσο για μια μορφή συνείδησης την οποία θα είχαμε να κατανοήσουμε πέραν ή προ του ψυχικού συστήματος της συνείδησης. Αφορά ένα πρωτογενές σωματοψυχικό βίωμα καθώς και σε μια μορφή πρωτογενούς, ενεστώσας συνείδησης. Στην κλινική της έκφραση, βρίσκεται σε σχάση ως προς τις ασυνείδητες φαντασιώσεις, ως προς τις οποίες ωστόσο εξελικτικά, αποτελεί έναν αρχικό χρόνο συγκρότησης. Αυτές τις δύο διαστάσεις της ενεστώσας ενοχής συναντάμε στο πλαίσιο της μορφολογικής παλινδρομικής κίνησης στη μεταβιβαστική σχέση, μεταξύ κατοπτρισμού ζωής και κατοπτρισμού θανάτου. Το παράδειγμα της αναλυτικής θεραπευτικής προσέγγισης ενός νέου άνδρα με οριακή και ναρκισσιστική παθολογία θα συνοδεύσει την εξέταση της κλινικής έκφρασης αυτών των διεργασιών.
Μετά την ολοκλήρωση των εγγράφων στο 17ο Συνέδριο, θα αποσταλεί ένα κείμενο εργασίας προς όσους θα έχουν δηλώσει συμμετοχή σε αυτό το Εργαστήριο.
Βιβλιογραφία
Anzieu D. (1974) Le Moi-peau. Paris, Dunod.
Braunschweig D. & Fain M. (1971) Eros et Antéros, Paris, Payot.
Braunschweig D. & Fain M. (1975) La nuit, le jour. Paris, PUF.
Ciccone A. et Ferrant A. (2009) Honte, Culpabilité et Traumatisme. Dunod
Fain M. (1971) Prélude à la vie fantasmatique. Revue Française de Psychanalyse, XXXV(2-3): 291-364.
Freud S. (1895) A Project for a Scientific Psychology. Standard Edition, Vol. 1: 283-397. London: Hogarth.
Freud S. (1915 The Unconscious. Standard Edition, vol. 14: 159-190). London: Hogarth.
Green A. (1986) Le Travail du négatif, Paris, Éditions de Minuit, 2011.
Green, A. (2003) La folie privée. Psychanalyse des cas-limites. Paris, Gallimard.
Press J. (2011) Culpabilité primaire, défense maniaque de comportement et rêverie diurne. Revue française de psychosomatique 2011/1 , n° 39: 51- 65.
Rousillon, R. (2012) Violence et culpabilité primaire, in Roussillon Clivage et symbolisation. PUF: 78 - 94.
Winnicott D. W. (1956). La préoccupation maternelle primaire, in Winnicott D. W. De la pédiatrie à la psychanalyse. Paris, Payot, 1989: 285-291.
Ο έρωτας στο αναλυτικό πλαίσιο: μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση
Παρουσιάζουν: Δ. Μαλιδέλης, Δ. Τσιογκρής, Λ. Τελειώνη
Συντονισμός: Νίκος Κουρέτας
Τον Δεκέμβριο του 1906, σε ένα γράμμα προς τον Jung, o Freud αναφερόμενος στην ερωτική μεταβίβαση, αναγνωρίζει τον ρόλο του έρωτα στη θεραπευτική δράση της ψυχανάλυσης (McGuire 1974, p.10 στον Gabbard, 2004). Σύντομα αντιλαμβάνεται την αμφίδρομη φύση της ερωτικής έλξης στην αναλυτική κατάσταση (Gabbard 1995, Gabbard and Lester 1995).
Στο άρθρο του «Παρατηρήσεις για την ερωτική μεταβίβαση» (1915), ο Freud μετακινείται από τη θέση ότι η ερωτική έλξη μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου αποτελεί το όχημα για τη θεραπεία και συμβουλεύει τους αναλυτές να διαχειρίζονται αυτήν την αγάπη ως φανταστική κι επομένως ως μη αληθινή.
Όπως επισημαίνει ο Gabbard: «Μια πιο σύγχρονη αντίληψη θα μπορούσε να είναι ότι ο έρωτας είναι αληθινός με την έννοια ότι αφορά μια μοναδική σχέση (του αναλυτή και του αναλυόμενου) και φανταστικός (άρα όχι αληθινός) με την έννοια ότι έχει στοιχεία από παλαιότερες εσωτερικευμένες αντικειμενότροπες σχέσεις, οι οποίες ενεργοποιούνται ξανά μέσα στην αναλυτική δυάδα» (σ. 35, 2004).
Ο αναλυτής έχει την υποχρέωση να εμπεριέξει και να ερμηνεύσει τα ερωτικά συναισθήματα του αναλυόμενου του, τα οποία επηρεάζουν και τον ίδιο. Ο Freud αναγνώριζε ότι η ερωτική αντιμεταβίβαση είναι μια πρόκληση για τον αναλυτή (McGuire 1974 στον Gabbard, 2004). Κι ενώ οι περισσότεροι αναλυτές έχουν έρθει αντιμέτωποι με αυτήν, ελάχιστες αναφορές, πλην κάποιων εξαιρέσεων, υπάρχουν στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία. Πιθανώς, ο κύριος λόγος για αυτήν τη σιωπή είναι ότι παραπέμπει στο ταμπού της αιμομιξίας (Gabbard, 2004).
Το 1992 στην Αμερικάνικη Ψυχαναλυτική Εταιρεία πραγματοποιείται μια παρουσίαση από τους Otto Kernberg, Estelle Shane και Glen Gabbard με θέμα «Ο έρωτας στο αναλυτικό πλαίσιο», με σκοπό τη διερεύνηση της ερωτικής αντιμεταβίβασης.
Σύμφωνα με τον Gabbard (2004) τα ερωτικά και σεξουαλικά συναισθήματα είναι τόσο ισχυρά και άμεσα που επηρεάζουν την ικανότητα του αναλυτή να σκέφτεται. Δυο έννοιες μπορούν να είναι χρήσιμες για την επεξεργασία της ερωτικής διέγερσης στην αντιμεταβίβαση: η προβλητική ταύτιση και η αντιμεταβιβαστική διαδραμάτιση (countertransference enactment).
Το 1950 αποδόθηκε στην προβλητική ταύτιση μια διαπροσωπική διάσταση, με τον Bion (1959, 1962) να τονίζει ότι η διαπροσωπική αλληλεπίδραση συμβαίνει πάνω και πέρα από την ασυνείδητη φαντασίωση του αναλυόμενου, ούτως ώστε στην αναλυτική κατάσταση ο αναλυτής να αισθάνεται υποχρεωμένος από τον αναλυόμενό του να παίξει ένα ρόλο στη φαντασία του τελευταίου. Η Joseph (1989) παρατήρησε ότι ο αναλυόμενος συχνά προσπαθεί να ωθεί τον αναλυτή να ενεργεί σύμφωνα με ό,τι του έχει προβάλει. Από την άλλη, η Spillius (1992) σημείωσε ότι οι αναλυτές θα πρέπει να είναι προσεχτικοί και να μη συγχέουν τα συναισθήματά τους με αυτά των αναλυόμενων τους. Υπό το φως αυτών των απόψεων, οι θεωρητικοί κατέληξαν ότι εκείνο που συμβαίνει στην αναλυτική κατάσταση είναι ότι ο αναλυόμενος, μέσω των προβολών του, ενεργοποιεί στον αναλυτή ανεσταλμένες αναπαραστάσεις εαυτού και αντικειμένων κι επομένως αυτό που υπάρχει στον εσωτερικό κόσμο του δέκτη-αναλυτή θα καθορίσει εάν οι προβολές του αναλυόμενου θα είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διαπροσωπική αλληλεπίδραση (Gabbard 1994, 2004).
Η άλλη έννοια που βοηθά στην επεξεργασία της ερωτικής αντιμεταβίβασης είναι η αντιμεταβιβαστική διαδραμάτιση δηλαδή, εκείνο που συμβαίνει όταν τα λόγια και η συμπεριφορά ενός αναλυόμενου προκαλούν μια ασυνείδητη σύγκρουση στον αναλυτή, οδηγώντας σε μια αλληλεπίδραση μεταξύ τους που έχει ένα ασυνείδητο νόημα και για τους δύο (McLaughlin, 1991). Οι περισσότεροι θεωρητικοί συμφωνούν ότι η αντιμεταβιβαστική διαδραμάτιση είναι αναπόφευκτη κατά τη διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας, με ορισμένους να επισημαίνουν ότι δεν έχει τόσο σημασία η διαδραμάτιση αυτή καθαυτή όσο αυτό που προκύπτει από την αναγνώριση και την κατανόησή της (Chused, 1991 κ.α.). Σε αυτές τις απόψεις, σημαντική είναι και η συνεισφορά του Ogden (1994) σύμφωνα με τον οποίο, η υποκειμενικότητα του αναλυτή δίνει ένα νέο στοιχείο στην αναδημιουργία του παρελθόντος και του παρόντος, αυτό που ονόμασε ως «αναλυτικό τρίτο».
Μια διαφορά ανάμεσα στη διαδραμάτιση και την προβλητική ταύτιση είναι ότι η πρώτη υπαινίσσεται μια πράξη. Σύμφωνα με τον Gabbard (2004), η ανάλυση είναι μια διαδικασία που συμβαίνει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, οπότε η ενδοψυχική και η διαπροσωπική διάσταση είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένες. Τα παθιασμένα συναισθήματα του έρωτα και του μίσους προκύπτουν κι από τις δυο πλευρές ως αποτέλεσμα αμοιβαίας επιρροής. Ο αναλυτής έχει να παλέψει για να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα στη συμμετοχή του και τη συμμετοχή του αναλυόμενού του. Είναι σημαντικό ποιον ρόλο επιλέγει ο αναλυόμενος από τους εσωτερικευμένους χαρακτήρες του για να διαδραματίσει ο αναλυτής του. Συνήθως πρόκειται για ένα αιμομικτικό αντικείμενο κι αυτό συχνά προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση του αναλυτή, αλλά και πιο πρώιμοι ρόλοι μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία, φόβο κι επιθυμίες συγχώνευσης.
Ο Kernberg (1994) σημειώνει ότι, οι έντονες ερωτικές μεταβιβαστικές εκδηλώσεις καλό είναι να διαφοροποιούνται από την επιθυμία του αναλυόμενου να αγαπιέται από τον αναλυτή, καθώς μπορεί να υπάρχει η φιλοδοξία του αναλυόμενου να γίνει το αντικείμενο της επιθυμίας του αναλυτή. Γι’ αυτό είναι σημαντικό, εκτός από τις άμυνες ως προς την έκφραση των ερωτικών συναισθημάτων προς τον αναλυτή, να διερευνάται και η φύση των μεταβιβαστικών φαντασιώσεων. Προτείνει, ο αναλυτής να αντέχει και να διερευνά τις ερωτικές του φαντασιώσεις προς τον αναλυόμενο, δεδομένου ότι ο αναλυτής που αισθάνεται την ελευθερία να το κάνει, θα είναι σε θέση να εκτιμήσει την ανάπτυξη της μεταβιβαστικής διαδικασίας και θα αποφύγει την άρνηση της ερωτικής του ανταπόκρισης προς τον αναλυόμενο. Την ίδια στιγμή, θα μπορεί να διερευνά την ερωτική μεταβίβαση χωρίς να εκδραματίζει την αντιμεταβίβασή του με σαγηνευτικό τρόπο.
Ένας άλλος παράγοντας, σύμφωνα με τον Kernberg (1994), που μπορεί να συμβάλλει στην εκδραμάτιση της αντιμεταβίβασης και στην ερωτικοποίηση της αναλυτικής συνθήκης έως και τη ρήξη του αναλυτικού πλαισίου, είναι όταν ο αναλυτής δεν έχει επεξεργαστεί επαρκώς τη ναρκισσιστική παθολογία του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ναρκισσιστική παθολογία του αναλυτή συχνά συνοδεύεται από μια σοβαρή παθολογία του Υπερεγώ.
Κατά τον Kernberg (1994), όπως στον αναλυόμενο έτσι και στον αναλυτή δρουν ομόφυλες και ετερόφυλες δυναμικές, όπως θετικές και αρνητικές οιδιπόδειες συνιστώσες. Στο βαθμό που ο αναλυτής ταυτίζεται με τις ερωτικές εμπειρίες ενός αναλυόμενου διαφορετικού φύλου από αυτόν, στην αντιμεταβίβαση η σύστοιχη ταύτιση με τις ερωτικές εμπειρίες που ο αναλυόμενος έχει με άλλα ετερόφυλα αντικείμενα ενεργοποιεί την ικανότητα του αναλυτή να ταυτίζεται με τις ερωτικές επιδιώξεις του άλλου φύλου. Ενεργοποιεί επίσης και τις αντιστάσεις του ως προς αυτήν την ταύτιση. Η κατανόηση από την πλευρά του αναλυτή διευρύνεται όταν είναι σε θέση να συνηχεί συναισθηματικά με την ψυχική αμφισεξουαλικότητά του.
Στο παρόν εργαστήριο θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε βιβλιογραφικά τις πιο σημαντικές τεχνικές πλευρές στην ανάλυση της ερωτικής μεταβίβασης και κυρίως εκείνες τις πλευρές που σχετίζονται με την αντοχή από την πλευρά του αναλυτή στην ανάπτυξη τόσο των ομόφυλων όσο και των ετερόφυλων ερωτικών συναισθημάτων προς τον αναλυόμενό του. Επίσης, θα ασχοληθούμε με τη συστηματική ανάλυση των αμυνών που αναπτύσσουν οι αναλυόμενοι απέναντι στην έκφραση των συναισθημάτων αγάπης προς τον αναλυτή, με τη φοβική απροθυμία του αναλυτή να διερευνήσει αυτές τις άμυνες και τον κίνδυνο να γίνει σαγηνευτικά διεισδυτικός. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στην ικανότητα του αναλυτή να αναλύει τόσο την ερωτική μεταβίβαση όσο και την επίδραση που αυτή έχει στον ψυχισμό του.
Θα παρουσιαστεί κλινικό υλικό.
Βιβλιογραφία
Bion W. R. (1959) Attacks on linking. International Journal of Psycho-Analysis 40:308-315, επίσης στο Second Thoughts: Selected Papers on Psycho-Analysis, σ. 93-109, New York: Jason Aronson, 1984
Bion W. R. (1962) Learning From Experience. New York: Jason Aronson, 1983
Bolognini S. (1994) Transference: erotised, erotic, loving, affectionate. International Journal of Psycho-Analysis 75: 73-86
Chused J. F. (1991) The evocative power of enactments. Journal of the American Psychoanalytical Association 39:615-639
Field N. (1989) Listening with the body: an exploration in the countertransference. British Journal of Psychotherapy 5:512-522
Freud S. (1905) Three essays on the theory of sexuality. Standard Edition 7:123-245
Freud S. (1907), Delusions and dreams in Jensen’s Gradiva. Standard Edition 9:1-95
Freud S. (1912) The dynamics of transference. Standard Edition 12:97-108
Freud S. (1914) On narcissism: an introduction. Standard Edition 14:67-102
Freud S. (1915) Observations on the transference-love. Standard Edition 12:157-173
Gabbard G. O. (1994) Commentary on papers by Tansey, Hirsch, and Davies. Psychoanalytic Dialogues 4:203-213
Gabbard G. O. (1994) On love and lust in erotic transference. Journal of the American Psychoanalytic Association 42:385-403
Gabbard G. O. (1994) Sexual excitement and countertransference love in the analyst. Journal of the American Psychoanalytic Association 42:1083-1106
Gabbard G. O. (1995) The early history of boundary violations in psychoanalysis. Journal of the American Psychoanalytic Association 43(4):1115-1136
Gabbard G. O. και Lester, E. P. (1995) Boundaries and Boundary Violations in Psychoanalysis. New York: Basic Books
Gabbard G. O. (1996) Love and Hate in the Analytic Setting. New York: Rowman & Littlefield Publishers, Inc. (2004)
Joseph B. (1989) Psychic Equilibrium and Psychic Change: Selected Papers of Betty Joseph, ed. M. Feldman and E.B. Spillius, London and New York: Tavistock/Routledge
Kernberg O. F. (1994) Love in the analytic setting. Journal of the American Psychoanalytic Association 42: 1137-1157
McGuire W., ed. (1974) The Freud/Jung Letters: The Correspondence between Sigmund Freud and C. G. Jung, trans. R. Manheim and R. F. C. Hull. Princeton, NJ: Princeton University Press
McLaughlin J. T. (1991) Clinical and theoretical aspects of enactment, Journal of the American Psychoanalytic Association 39:595-614
Ogden T. H. (1994) Subjects of Analysis, Northvale, NJ:Aronson
Samuels A. (1985) Symbolic dimensions of eros in transference/countertransference, International Review of Psycho-Analysis 12:199-207
Searles H. F. (1959) Oedipal love in the countertransference. International Journal of Psycho-Analysis 40:180-190
Spillius E. B. (1992) Clinical experience of projective identification. In Clinical Lectures on Klein and Bion, ed. R. Anderson, pp. 59-73. London and New York:Tavistock/Routledge