Ψυχαναλυση και οικολογικη κριση
Η ψυχανάλυση ενώπιον της οικολογικής κρίσης.
Εισαγωγή Ανδρέας Γκορίνης
Αν ο κίνδυνος του πυρηνικού ολοκαυτώματος και η απειλή της τρομοκρατίας κυριάρχησαν στο δημόσιο διάλογο τα προηγούμενα χρόνια , η οικολογική κρίση και το προσφυγικό ζήτημα έρχονται να προστεθούν στην ατζέντα των κρίσιμων θεμάτων που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα σήμερα.
Ποια είναι η θέση της ψυχανάλυσης απέναντι σε αυτά τα ζητήματα όπου η εξωτερική πραγματικότητα κυριαρχεί στην αναλυτική συνθήκη - συχνά , με έναν κατακλυσμικό τρόπο- και επηρεάζει την ενδοψυχική δραστηριότητα τόσο του αναλυτή όσο και του αναλυόμενου;
Το ερώτημα αυτό αναμένεται να απασχολήσει, μεταξύ άλλων, τις εργασίες του 13ου Συνεδρίου της ΕΨΕ που θα διεξαχθεί στην Αθήνα στις 29/11-1/12/2019 και θα έχει σαν θέμα: « Οι περιπέτειες της Ψυχανάλυσης στον κόσμο του σήμεραª
Σε ότι αφορά το ζήτημα της οικολογικής κρίσης, οι ψυχαναλυτές δεν είναι αρμόδιοι να αποφανθούν αν οι ραγδαίες μεταβολές που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες στο κλίμα είναι προϊόν -και μόνον- της ανθρώπινης δραστηριότητας ή εντάσσονται σε έναν κύκλο εναλλαγών που χαρακτηρίζουν τη «συμπεριφοράª της φύσης. Μπορούν όμως να διερευνήσουν πώς η ανθρώπινη συμπεριφορά, ατομική και συλλογική, συμβάλλει στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και αντίστροφα. Μπορούν να μελετήσουν φαινόμενα ατομικής ή συλλογικής άρνησης και απάθειας μπροστά στη συντελούμενη καταστροφή και να αναδείξουν αμυντικές κινήσεις και άγχη που υποβόσκουν κάτω από αυτή την άρνηση και απάθεια.
Πρόσφατα η Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων (SPP) διοργάνωσε ημερίδα για την οικολογική κρίση, ενώ το Νοέμβριο του 2019 η Ιταλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (SPI) διοργανώνει στη Ρώμη διεθνές συνέδριο με θέμα «Κλιματική αλλαγή, ανησυχίες και μορφές άρνησηςª.
Ένα εξέχον μέλος της SPI, ο δρ Cosimo Schinaia ,δημοσίευσε στο IJPs (vol 100, 2, 272-286 ,2019) ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Respect for the Enviroment Psychoanalytic considerations on the ecological crisis».
Ο Cosimo Schinaia είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, διδάσκων αναλυτής της SPI και της ΙPA , διευθυντής του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής της Genova και συγγραφέας του βιβλίου «Psychoanalysis and Architecture: the inside and the outsideª που κυκλοφόρησε το Μάϊο του 2016 από τις εκδόσεις Karnac.
Tα μέλη της επιτροπής ιστοσελίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων της ΕΨΕ ζήτησαν από το συνάδελφο Δημήτρη Μαλιδέλη , κλινικό ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, μέλος της ΕΨΕ και της ΙΡΑ , να συνομιλήσει με τον Cosimo Schinaia. H συνομιλία αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας τον Αύγουστο του 2019 και έχουμε τη χαρά να σας την παρουσιάσουμε σήμερα στα Ελληνικά και στα Ιταλικά.
Θεωρούμε πολύ σημαντική τη συνέχιση της συνομιλίας αυτής μέσω των δικών σας σχολίων.
Τα μέλη της επιτροπής ιστοσελίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων απευθύνουν θερμές ευχαριστίες:
- στον dr Cosimo Schinaia για την προθυμία του να συνομιλήσει με τους αναγνώστες της ιστοσελίδας
- στο συνάδελφο Δημήτρη Μαλιδέλη για το χρόνο και τον κόπο που κατέβαλε, προκειμένουν να κάνει τη συνέντευξη αυτή αλλά και να μεταφράσει και να επιμεληθεί το κείμενο που σας παρουσιάζουμε σήμερα.
Ο Δημήτρης Μαλιδέλης συνομιλεί με τον Cosimo Schinaia.
Συνοµιλία του Cosimo Schinaia (CS)* µε τον Δηµήτρη Μαλιδέλη(ΔΜ)**
(Αύγουστος 2019)
* Ψυχίατρος, Δντης Κέντρου Ψυχικής Υγείας (Genova), διδάσκων Ψυχαναλυτής της Ιταλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της IPA.
** Κλινικός ψυχολόγος, Msc Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Ψυχαναλυτής µέλος της ΕΨΕ και της IPA.
1) ΔΜ: Αγαπητέ dott. Schinaia, σας ευχαριστώ για τη διαθεσιµότητα σας γι’ αυτήν τη συνέντευξη. Ως ψυχαναλυτής ασχολείστε µε τη σχέση µεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, ψυχής και περιβάλλοντος στο πλαίσιο της θεωρίας της κλινικής ψυχανάλυσης. Μπορείτε να µας πείτε πώς γεννήθηκε αυτό το ενδιαφέρον;
CS: Για πολλά χρόνια ασχολούµαι µε την ωσµωτική ανταλλαγή µεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, µεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, µεταξύ ατόµου και οµάδας, µεταξύ ψυχικής οργάνωσης και κοινωνικής οργάνωσης, µεταξύ φύσης και πολιτισµού. Ο συνεχής ασταθής επαναπροσδιορισµός των σχέσεων µεταξύ των διαφόρων περιοχών, µέσω των αλλαγών τους, των µετασχηµατισµών τους, των αναδιοργανώσεών τους, αποτελεί ένα πολύ λεπτό ζήτηµα στον διπλό ενδοψυχικό και διαπροσωπικό κόσµο. Είµαστε περιτριγυρισµένοι από το περιβάλλον, αναπνέουµε το περιβάλλον, εξαρτιόµαστε από το περιβάλλον, ωστόσο - την ίδια στιγµή- το διατηρούµε µέσα µας, στα όνειρά µας, στις συγκρούσεις µας, στον ψυχισµό µας, στις αγωνίες µας, στους φόβους µας. Το 2016 κυκλοφόρησε το βιβλίο µου Interno Esterno. Sguardi psicoanalitici su architettura e urbanistica («Εσωτερικό Εξωτερικό. Ψυχαναλυτικές απόψεις για την αρχιτεκτονική και τον πολεοδοµικό σχεδιασµό») (Alpes, Ρώµη), µεταφρασµένο στα αγγλικά (Karnac, Λονδίνο) και στα ισπανικά (Biebel, Buenos Aires). Συνεχίζοντας τις σκέψεις που παρουσιάζονται στο βιβλίο, σκοπεύω να δείξω πώς η ψυχανάλυση µπορεί να µην είναι πολυτέλεια, αλλά ένας πολύτιµος πόρος που θα αξιοποιηθεί επαρκώς, για να εµβαθύνει τη µελέτη των αµυντικών µηχανισµών, ατοµικών και κοινοτικών, ενάντια στη συνειδητοποίηση σοβαρών οικολογικών προβληµάτων του σήµερα, των περιβαλλοντικών καταστροφών, οι οποίες αναγκαστικά αναπροσανατολίζουν τις σκέψεις για την ψυχή και τη δυναµική της. Δεν πρόκειται για την παλιά έννοια της εφαρµοσµένης ψυχανάλυσης, αλλά, όπως θα έλεγε ο Lacan, µιας εµπλεκόµενης (implicata) ψυχανάλυσης, ικανής να αντιµετωπίσει άλλες επιστηµονικές έννοιες, να ακούσει τους επιστήµονες του τοµέα που πρόκειται να ερευνήσουν. Όταν βρίσκοµαι στο δωµάτιο της ανάλυσης, η αναλυτική σχέση µε τους ασθενείς συνδέεται αναγκαστικά µε τις εξωτερικές δυνάµεις, πρώτ’ απ’ όλα µε την αλλαγή του κλίµατος και τον τρόπο µε τον οποίο καταγράφονται συνειδητά ή ασυνείδητα µέσα µας. Οι Janine Puget και Leonardo Wender (1982) µιλάνε για τους υπερτιθέµενους κόσµους (mundos superpuestos), εκείνον του ασθενή και του αναλυτή, και οι δύο χαρακτηρίζονται από τις κοινωνικές αντιφάσεις, από τις ιδεολογίες, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να αναφερθούµε, σε µια αποστειρωµένη δυναµική µεταβίβασης - αντιµεταβίβασης (transfertcontrotransfert) ξεχωριστή από τις πολιτιστικές και περιβαλλοντικές αναφορές καθενός από τους δύο, που συχνά είναι οι ίδιες. Οι Puget και Wender αναφέρονται στην έννοια του «vinculo» (συµφωνία, δεσµός) που εισήχθη αρχικά από τον Enrique Pichon-Rivière (1971), και η οποία βασίζεται στην ιδέα, ότι η εξωτερική και η εσωτερική πραγµατικότητα δεν είναι αντίθετες οντότητες, αλλά βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική σχέση, µια κυκλική κίνηση η οποία καθορίζει την ψυχική λειτουργία. Εποµένως, το vinculo περιλαµβάνει το εσωτερικό, το εξωτερικό και ένα τρίτο, πρωτότυπο (originale), που αποτελείται από αµφότερες τις πραγµατικότητες. Το αυτοκίνητο µε το οποίο εµείς και οι ασθενείς µας φτάνουµε στο γραφείο, τα κτίρια που συναντάµε στη διαδροµή µας, οι εσωτερικοί χώροι των γραφείων, η θέρµανση, ο κλιµατισµός, το φαγητό µας: όλα βασίζονται στην κατανάλωση ορυκτών καυσίµων, όπου και οι δύο, ασθενής και αναλυτής, εµπλεκόµαστε και επηρεαζόµαστε από τους τρόπους τους οποίους συµβολοποιούµε, στα όνειρά µας, στις ασυνείδητες φαντασιώσεις µας, οι οποίες συναντώνται, συγκρούονται, συγχέονται, µέχρι να δηµιουργηθούν νέες ψυχικές πραγµατικότητες στο δωµάτιο της ανάλυσης.
2) ΔΜ: Διαβάζοντας τα κείµενά σας είναι συχνές οι αναφορές στον Freud και στη σκέψη του σχετικά µε τον πολιτισµό και ειδικότερα µε τη σύγκρουση µεταξύ ανθρώπου και φύσης. Πιστεύετε ότι η φροϋδική σκέψη µπορεί να είναι ακόµα επίκαιρη σε σχέση µε τα σύγχρονα προβλήµατα του ανθρώπου;
CS: Στο κείµενο «Η δυσφορία µέσα στον πολιτισµό» του '29, ο Freud φαίνεται να θέλει να προτείνει τις βάσεις για µια ηθική συνεργασίας και αλληλεγγύης στην οποία όλοι αποποιούνται κάτι στο όνοµα του καλού. Αλλά αυτή η αποφυγή των ενστίκτων στο κέντρο του προβληµατισµού του, στις σχέσεις εντός της ανθρώπινης φυλής, φαίνεται να έχει λιγότερη δύναµη στον ορισµό της σχέσης του ανθρώπου µε το περιβάλλον. Ο Freud υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος µε την αναπόφευκτη επισφάλειά του πρέπει να προστατεύεται από µια φύση σκληρή και «µητριά», µε µια συντριπτική, άγρια διαταραγµένη δύναµη, αντιµετωπίζοντάς την µέσω της τεχνολογίας. Παρόλο που η ανθρωπότητα απεικονίζεται ως ένα αδύναµο παιδί, ανυπεράσπιστο και φοβισµένο απέναντι σε µια φοβερή και ισχυρή Μητέρα Φύση, η σκέψη του Freud δεν είναι τόσο πολύ γραµµική, ώστε σε άλλα µέρη των γραπτών του να µας προειδοποιεί ενάντια στον απόλυτο µύθο της προόδου, ενάντια στην δοξασία της τεχνολογίας και στην χρήση της για εξαιρετικά χρηστικούς σκοπούς. Γράφει στο κείµενο του «Το µέλλον µιας αυταπάτης» (1927,
σελ. 436): «Οι ανθρώπινες δηµιουργίες είναι εύκολο να καταστραφούν και η επιστήµη και η τεχνολογία που τις έχτισε µπορούν επίσης να χρησιµοποιηθούν για την εξαφάνισή τους». Επιπλέον, στο κείµενο «Το Εφήµερο» (Caducità)" (1915), ο Freud υποδεικνύει πως το περιβάλλον και τα συναισθηµατικά επενδεδυµένα αντικείµενα µπορούν να βιώσουν ένα κλίµα απώλειας και επικείµενου φόβου για το τέλος. Το πένθος που βιώνει ο ποιητής, µια παθητική µαρτυρία µιας πιθανής µελλοντικής καταστροφής, δεν είναι επεξεργασµένο, αλλά είναι µια ναρκισσιστική άµυνα, για να αποφύγει την αυθεντική και οδυνηρή διαδικασία πένθους µέσα από την πρόβλεψή του. Εν κατακλείδι, µπορούµε να πούµε ότι, ενώ ο Freud περιγράφει µια φύση-αντικείµενο αγάπης και σεβασµού, από την άλλη υποδεικνύει ότι υποχρεώνεται να υποταχθεί στις ανάγκες του πολιτισµένου ανθρώπου. Ο Freud, ως άνθρωπος της εποχής του, δεν µπορούσε να λάβει υπόψιν του τη στενή και παράδοξη σχέση µεταξύ της τεχνολογικής υποταγής της φύσης από τη µια πλευρά και από την άλλη πλευρά, της ρύπανσης, της καθολικής
παραγωγής όλων των ειδών αποβλήτων, όπως µπορούµε να παρατηρήσουµε σήµερα.
3) ΔΜ: Με ποιους όρους η σκέψη του Searles, που αρχικά αναπτύσσει τη θεωρία του Winnicott σχετικά µε τη σχέση µε το περιβάλλον, έχει αξία;
CS: Πρέπει να περιµένουµε τη δεκαετία του ‘60, για να ξεκινήσει µια πιο συγκεκριµένη ψυχαναλυτική έρευνα σχετικά µε τη σχέση µεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. Ήταν ο Αµερικανός ψυχαναλυτής Harold F. Searles, στη δεκαετία του ‘60, όταν η ατοµική απειλή και ο φόβος της καταστροφής του πλανήτη έδινε νόηµα και αξία στο «µη ανθρώπινο» περιβάλλον, στον καθηµερινό βιότοπο, που διευρύνει τις επινοήσεις του Winnicott σχετικά µε τη συγχώνευση του παιδιού µε τη µητέρα (ανθρώπινο περιβάλλον) και το «set-up του ανθρωπίνου περιβάλλοντος» και τονίζοντας πως τα πράγµατα του κόσµου έχουν έναν ψυχικό συντονισµό. Ο Winnicott στο «Τείχος του Βερολίνου» εισήγαγε µια ευρεία έννοια της περιβαλλοντικής υποστήριξης και των επιπτώσεών της στην ανάπτυξη των ανθρώπων, καθιστώντας τους ικανούς να «επιβιώσουν» στους διαρκείς φόβους αποδιοργάνωση (disintegrazione) και να διατηρήσουν από κοινού τις αντιφατικές ανάγκες, για να είναι µόνοι και για να είναι µε τους άλλους. «Οι έµφυτες διαδικασίες ωρίµανσης στο άτοµο είναι υποκειµενικές και έχουν ανάγκη για την υλοποίησή τους, ένα διευκολυντικό περιβάλλον ενός συγκεκριµένου τύπου και βαθµού και υπάρχουν σηµαντικές παραλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον ανάλογα µε τον τόπο και τον χρόνο» (Winnicott, 1986, σελ. 237). Ο Searles αναφέρεται στη διάσηµη δήλωση του Winnicott: «Δεν υπάρχει βρέφος» (1965). Για τον Winnicott, είναι αδιανόητο ένα βρέφος να είναι αποσυνδεδεµένο από το περιβάλλον του. Κατά γράµµα αναφέρει: «όπου υπάρχει ένα βρέφος, υπάρχει επίσης µητρική υποστήριξη, και χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε το βρέφος» (Ibid., σελ. 45). Ο φυτικός κόσµος, τα ζώα, οι αρχιτεκτονικές δοµές των οικιακών χώρων, η επίπλωση, παίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο στο συναισθηµατικό περιβάλλον και στο κοινωνικό περιβάλλον (milieu) για την ψυχική διαµόρφωση, ειδικά στην παιδική ηλικία. Ο Searles γράφει το βιβλίο «Το µη ανθρώπινο περιβάλλον στη φυσιολογική ανάπτυξη και στη σχιζοφρένεια» στην ηλικία των εξήντα πέντε ετών και αναφέρει ότι δεν θα µπορούσε να το γράψει - στα σαράντα του χρόνια, όταν ήταν ακόµα δεσµευµένος στον αγώνα για τη διαφοροποίηση από το «µη ανθρώπινο». Ο Searles περιγράφει στο εσωτερικό του ατόµου, σε ένα συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο, µια αίσθηση σύνδεσης µε το µη ανθρώπινο περιβάλλον, στενής συναισθηµατικής σύνδεσης µεταξύ των διαδικασιών της ανθρώπινης ζωής και εκείνων του περιβάλλοντος, που πρέπει να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστά για την ψυχολογική ευηµερία κάποιου, για να ανακουφίσει την υπαρξιακή µοναξιά του στο σύµπαν. Αυτή η αίσθηση σύνδεσης του ανθρώπου µε το µη ανθρώπινο έχει αρχίσει να διαστρεβλώνεται, να διακόπτεται, σε συνδυασµό µε την οικολογική επιδείνωση που προκαλεί αγωνία και άµυνες διαφορετικής φύσης. Συνεπώς, επιβεβαιώνει ότι η γενικευµένη απάθεια που µπορεί να παρατηρηθεί στον άνθρωπο σε σχέση µε την οικολογική κρίση βασίζεται σε µεγάλο βαθµό στις άµυνες του ασυνειδήτου εγώ ενάντια σε άγχη διαφόρων ειδών και οι οποίες εκδηλώνονται σε διάφορα επίπεδα σε σχέση µε την ανάπτυξη του εγώ των ατόµων. Η σχέση µας µε το περιβάλλον είναι γεµάτη αµφιθυµία και καταστροφικότητα και οι άµυνες του εγώ ταλαντεύονται µεταξύ εξάρτησης και ελέγχου, υποταγής και εκµετάλλευσης, φθόνου και ευγνωµοσύνης. Ο Searles αντιλαµβάνεται το περιβάλλον όχι µόνο ως ένα παρελθόν καταγεγραµµένο µέσα µας και προγραµµατισµένο γύρω µας, αλλά και ως ένα µέλλον που δεν έχει ακόµα γεννηθεί: αυτό των γενεών που έρχονται πάνω στις οποίες ζυγίζουµε τις συνέπειες της παρούσας σχέσης µας µε τη βιόσφαιρα.
4) ΔΜ: Ακόµα και η Melanie Klein µε τις θεωρητικές διατυπώσεις της σχετικά µε την σχιζο-παρανοειδή και καταθλιπτική θέση, µαζί µε τις παρατηρήσεις των µετάκλαϊνικών, µπορούν να µας βοηθήσουν να εντοπίσουµε ποια είναι τα στοιχεία που ρυπαίνουν σε ψυχικό επίπεδο;
CS: Ο Searles αναφέρεται όχι µόνο στον Winnicott, αλλά και στην κλαϊνική θεωρία, η οποία θα επηρεάσει επίσης πολύ τη σκέψη των ψυχαναλυτών που - σε αυτόν τον αιώνα- ασχολήθηκαν µε τις ψυχικές άµυνες σε σχέση µε τη αντιµετώπιση σοβαρών κλιµατικών αλλαγών. Η παλινδρόµηση από την καταθλιπτική θέση, η κινητοποίηση µηχανισµών σχιζοπαρανοειδών και η ασυνείδητη καταστροφικότητα είναι οι εννοιολογικές βάσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η σκέψη τους. Για λόγους συντοµίας, αναφέρω συνοπτικά µόνο τις σκέψεις τριών συναδέλφων:
Η Sally Weintrobe (2013α, σ. 7-8) δηλώνει ότι, όταν αντιµετωπίζουµε τις κλιµατικές αλλαγές, τίθενται σε εφαρµογή τρεις διαφορετικές µορφές απόρριψης: ο αρνητισµός (negazionismo), άρνηση (negazione) και διάψευση (diniego). Καθεµία από αυτές τις µορφές περιλαµβάνει διαφορετικά ριζικά αποτελέσµατα:
α) ο αρνητισµός είναι εύκολα αναγνωρίσιµος και συνίσταται στην εκ προθέσεως διάδοση της παραπληροφόρησης για πολιτικά, ιδεολογικά ή εµπορικά συµφέροντα. Είναι ένας οργανωµένος και προγραµµατισµένος αµυντικός τρόπος µε άκρως κυνικούς όρους και τον εντοπίζουµε σε πολιτικές εκστρατείες ή σε επεξηγηµατικές κάρτες που προωθούν ένα προϊόν, µειώνουν την αξία ή αµφισβητούν (tout court) τις επιστηµονικές ανακαλύψεις όσον αφορά την αλλαγή του κλίµατος.
β) Η άρνηση συνεπάγεται την επιβεβαίωση, ότι κάτι "δεν υπάρχει πραγµατικά", όταν όµως αυτό είναι αλήθεια, ότι υπάρχει τότε µας βοηθά να υπερασπιστούµε τον εαυτό µας από την αγωνία και την απώλεια. Είναι ένας τρόπος απόρριψης που αποτελεί το πρώτο µεταβατικό στάδιο πένθους στην αποδοχή µιας οδυνηρής πραγµατικότητας, δύσκολο να γίνει ανεκτή. Το άτοµο λέει όχι στην πραγµατικότητα, αλλά δεν την διαστρεβλώνει.
γ) Η διάψευση παρουσιάζει ένα πιο σοβαρό πρόβληµα, αφού γνωρίζουµε και δεν γνωρίζουµε ταυτοχρόνως. Από τη µία πλευρά, η πραγµατικότητα είναι γνωστή και αποδεκτή, από την άλλη, µε ένα είδος ψυχολογικής αλχηµείας, το νόηµά της είναι έντονα ελαχιστοποιηµένο. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός ο αµυντικός τρόπος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος και αδύνατον να τον διαχειριστείς, επειδή οι άµυνές µας τείνουν να γίνονται όλο και πιο δύσκαµπτες και ριζωµένες σε σχέση µε τη συγκρότηση των αγχών. Τοποθετούµε τους εαυτούς µας σε µια εναλλακτική πραγµατικότητα, για να κρατήσουµε ξεχωριστά τα αυξανόµενα αρνητικά συναισθήµατα και ασυνείδητα επιτιθέµεθα µε διαστροφικό τρόπο στο ορθολογικό νόηµα, προτείνοντας ένα είδος αντι-νοήµατος.
Ο Joseph Dodds στην «Psychoanalysis and Ecology at the Edge of Chaos» (2011), κινείται, όχι πάντα εύκολα, µεταξύ των διαφορετικών ψυχαναλυτικών παραδειγµάτων και των θεωρητικοποιήσεων του Felix Guattari, που αντικρούει τη δυϊστική αντίθεση µεταξύ του ανθρώπινου (πολιτισµικού) συστήµατος και του µη ανθρώπινου συστήµατος (φυσικού), πογραµµίζει την παρουσία µιας σειράς απρόβλεπτων διασυνδεδεµένων και εξαιρετικά πολύπλοκων µη γραµµικών συστηµάτων τα οποία εντάσσονται στα φαινόµενα της κλιµατικής αλλαγής, διεγείροντας τους φόβους και τις ανησυχίες των ατόµων, των οµάδων, των κοινοτήτων σε εθνικό και παγκόσµιο επίπεδο και προσδιορίζοντας εκείνες τις διασυνδέσεις µεταξύ της τοπικής και της διαπλανητικής οικολογίας, που δεν µπορεί να κατανοήσει από µόνο του κανένα επιστηµονικό πεδίο. Οι µηχανισµοί άµυνας, οι ενδοψυχικές τακτικές που ενεργοποιήθηκαν, για να ελέγχεται το άγχος σε σχέση µε την οικολογική καταστροφή, αποτελούν εµπόδιο στην κατασκευή εποικοδοµητικών αντιδράσεων και στην κινητοποίηση των ενεργειών απαρτίωσης
και είναι η σχάση, η διανοητικοποίηση, η απώθηση, ο εκτοπισµός, η καταστολή, η διάψευση. Εποµένως, αναρωτιόµαστε αν η κεντρική δυναµική προέρχεται από ένα αυξανόµενο άγχος ως απάντηση στο τεράστιο µέγεθος του προβλήµατος, από την αδυναµία του οποίου πρέπει να υπερασπιστούµε τους εαυτούς µας, ή αν το άγχος αυξάνεται σε σχέση µε ένα τόσο τεράστιο πρόβληµα που παραµένει ακατανόητο για την ανθρώπινη συναισθηµατική κλίµακα και συµπεραίνει ότι οι δύο παράγοντες πιθανόν να λειτουργούν ταυτόχρονα. Συγκεκριµένα, αναφέρεται στις αναπτυξιακές φάσεις της Melanie Klein, συµπεριλαµβανοµένης της φαντασίας ενός Στήθους-Γη, αδιάκοπα και ατελείωτα διαθέσιµου, όπου η σχιζο-παρανοειδής απάντηση στον απαραίτητο απογαλακτισµό οφείλει να κινηθεί προς µια καταθλιπτική θέση, µε τη σχετική επιθυµία για αποκατάσταση της απώλειας, του πόνου και της απογοήτευσης.
Ο Renee Lertzman (2015) εισάγει την ιδέα µιας «περιβαλλοντικής µελαγχολίας», για να περιγράψει την κατάσταση του ανεπεξέργαστου πένθους σε σχέση µε τις επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής. Δεν πρόκειται για απάθεια (έλλειψη του pathos) ή για έλλειψη συνειδητοποίησης, αλλά για το πόσο το γεγονός ότι το να αισθάνεσαι πολύ και έντονα θα µπορούσε να οδηγήσει στην παράλυση και στο αίσθηµα αδυναµίας στο να ενεργήσει.
Ο Lertzman αντιτίθεται στον λεγόµενο «µύθο της απάθειας», στο συναισθηµατικό φράγµα, στη φερόµενη συναισθηµατική αναισθησία των περισσότερων περιβαλλοντικών εκστρατειών, σύµφωνα µε τις οποίες οι άνθρωποι δεν ασχολούνται, επειδή δεν τους νοιάζει. Δεν είναι µόνο η ανησυχία που απουσιάζει, αλλά µάλλον είναι µερικές φορές παρούσα σε υπερβολή και συνδέεται µε πολύπλοκες ασυνείδητες άµυνες.
5) ΔΜ: Πώς µπορεί το περιβάλλον και η υποβάθµισή του να εισέλθουν στη σύσταση των ψυχοπαθολογικών συµπτωµάτων και να αλληλεπιδράσουν µαζί τους;
CS: Στο άρθρο µου «Respect for the Environment. Psychoanalytical Considerations on the Ecological Crisis» που δηµοσιεύτηκε στο International Journal of Psychoanalysis, προσπαθώ να επισηµάνω τη σχέση µεταξύ της οικολογικής υποβάθµισης και της ψυχικής συµπτωµατολογίας µέσω κάποιων κλινικών περιπτώσεων. Αναφέρω δύο. Στην πρώτη κλινική περίπτωση, ένα από τα συµπτώµατα που παρουσιάστηκαν συνίστατο στη δυσκολία διαφοροποίησης των αποβλήτων και συλλογής τους στα κατάλληλα δοχεία, καθώς η ασθενής δεν ήταν σε θέση να επενδύσει συµβολικά, δηλαδή να αναπαραστήσει έναν πιθανό µελλοντικό χρήσιµο µετασχηµατισµό των σκουπιδιών. Όταν στην αναλυτική σχέση άρχισαν να ξετυλίγονται οι πιο συγκεχυµένες πτυχές και οι συνθήκες δηµιουργήθηκαν, για να διαχωριστούν στον εσωτερικό της κόσµο τα καλά από τα κακά πράγµατα, µπόρεσε να ξεκινήσει έναν δυνατό συµβολικό µετασχηµατισµό των σκουπιδιών, µε σκοπό να παράγουν κάτι χρήσιµο µέσω της ανακύκλωσης. Δηλαδή, όταν ήταν σε θέση να διαχωρίσει στο πλαίσιο της αναλυτικής σχέσης, την καλή και φροντιστική µητέρα από τη µητέρα που ήταν ανίκανη να υποδεχθεί τις ανάγκες της, µπόρεσε να αναδείξει νέες δυνατότητες, που προηγουµένως γινόταν µε τρόπο µπερδεµένο.
Στη δεύτερη περίπτωση, η έκρηξη των συναισθηµάτων, που µέχρι τότε διατηρήθηκαν µε εµµονή υπό έλεγχο, παράγει ανασφάλεια στον ασθενή και ευνοεί τη µετάβαση από µια υπερβολικά άκαµπτη διαφοροποίηση των σκουπιδιών σε µια συγχυτική αδιαφοροποίητη κατάσταση. Το αναλυτικό έργο, που ευνοεί την αναγνώριση των συναισθηµάτων ως υπαρξιακών πτυχών που µετριάζουν την τεράστια οικονοµική προσπάθεια που αποτελεί τη βάση του ελέγχου, όχι απαραίτητα καταστροφική για οποιαδήποτε επιχειρησιακή δυνατότητα, επέτρεψε στον ασθενή να έρχεται σε επαφή µε τον φόβο, µε τη βρωµιά, µε το βρώµικο, µε τη σύγκρουση µεταξύ ασφάλειας και πάθους, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε εξαντλητικούς ψυχαναγκασµούς, αλλά να αποδέχεται το όριο και την ενσυναίσθηση.
Διαφορετικές νευρωτικές πτυχές της προσωπικότητας και διαφορετικές προσωπικές ιστορίες εισέρχονται σε έντονες συνθήκες στη σχέση του ανθρώπου µε τα απόβλητα, την σπατάλη και τη διαρροή, τη ρύπανση και τις σχετικές συµβολικές σηµασίες, προκαλώντας ανεπαρκή, ασυνάρτητη και µερικές φορές ακόµη και επικίνδυνη συµπεριφορά σε σχέση µε την σωµατοψυχική ευηµερία του ατόµου, καθώς και µε άλλα είδη και τον πλανήτη γενικά.
6) ΔΜ Ποια είναι η θέση σας, οι σκέψεις σας, σε αυτά τα σηµαντικά και τόσο επίκαιρα θέµατα;
CS Πιστεύω ότι, όσον αφορά τους κινδύνους για την οικολογική καταστροφή που καθορίζεται από µια εξέλιξη χωρίς κανόνες και χωρίς µνήµη και εποµένως «κανιβαλιστική», είναι απαραίτητο να διερευνηθεί η ατοµική δυναµική και οι υποκείµενες συγκρούσεις, καθώς και οι δυναµικές και οι οικογενειακοί τρόποι ζωής που κατανοούνται στο πλαίσιο που δηµιουργούνται. Αυτή η κατανόηση είναι η αφετηρία για την τροποποίηση της δυναµικής και του τρόπου ζωής των ατόµων και των οικογενειών, για να επιτρέψουµε µια ανανεωµένη διάσταση της αδελφικής (fraterna) συνεργασίας, όπου κάθε µεµονωµένη βιώσιµη δράση θα είναι δηµιουργική, µε σεβασµό και αποκατάσταση, που θα γίνει µέρος µιας συνολικής ανανέωσης, µέσω της ανάληψης της ατοµικής ευθύνης, σε έναν ορίζοντα νοήµατος που αναφέρεται αυστηρά στην αρχή της πραγµατικότητας, αλλά αντιτίθεται στον σκεπτικισµό εκείνων που πιστεύουν ότι το άτοµο καταδικάζεται σε ανικανότητα, κλειδωµένο σε ένα είδος αυτοκτονικής περιβαλλοντικής µελαγχολίας.
Πιστεύω επίσης ότι πολλοί από τους µηχανισµούς που περιγράφονται σε ατοµικό επίπεδο, mutatis mutantis, µπορούν επίσης να χρησιµοποιηθούν ως αµυντικοί µηχανισµοί της οµάδας. Για παράδειγµα, είναι χρήσιµο να αναλύσουµε ορισµένες αµυντικές πτυχές που είναι εγγενείς στον περιβαλλοντικό αγώνα και που µπορεί να µειώσουν τον επικοινωνιακό αντίκτυπο του οικολογικού µηνύµατος. Η φανατική κοµφορµιστική προσκόλληση στην οικολογική ιδεολογία, η άκριτη εξύµνηση του φυσικού κόσµου, η εµµονή στη δραµατοποίηση των πρακτικών της
περιβαλλοντικής άµυνας, η αντίθεσή της στην επιστηµονική πρόοδο, µπορεί να διαµορφωθεί ως αµυντικός µηχανισµός που, µε την εξιδανικευµένη έµφαση στη σχέση του ανθρώπου µε τη φύση, στην πραγµατικότητα το παραµορφώνει, καθιστώντας το ρητορικό και ουσιαστικά µη αυθεντικό. Επιπλέον, οι προσπάθειες που απευθύνονται άµεσα µόνο για πρακτικές ενέργειες περιβαλλοντικής αλλαγής, εάν είναι επίσης ένοχες και τροµοκρατικές, κινδυνεύουν να αποτύχουν, επειδή δε λαµβάνουν υπόψιν τις συγκεχυµένες συναισθηµατικές επενδύσεις, τις αναµνήσεις, τις επιθυµίες και την αγωνία των ατόµων.
Παρά το γεγονός ότι ο χρονικός ορίζοντας για την ανάληψη αποτελεσµατικών ενεργειών είναι πολύ περιορισµένος, για το καλό της ανθρωπότητας, σηµειώνουµε ότι είµαστε µέρος του προβλήµατος και ότι είµαστε µέρος της λύσης, η οποία στην εποχή του Ανθρωποκαίνιου* (Antropocene) πρέπει να διαµορφώσουµε νέα συνείδηση και νέα ηθική. Λοιπόν, να προσπαθήσουµε να αντιµετωπίσουµε τα εξωτερικά εµπόδια και, όσοv αφορά εµάς τους ψυχαναλυτές και τα εσωτερικά, να καταβάλλουµε κάθε προσπάθεια προκειµένου να διαµορφώσουµε ευνοϊκές συνθήκες που θα ενισχύουν τη φροντίδα για το περιβάλλον, χωρίς να απογοητευόµαστε, όταν µερικοί αποτυγχάνουν!
«Η σιωπή είναι το πραγµατικό έγκληµα», έγραψε η Hanna Segal (1987), καταγγέλλοντας τους κινδύνους που ενυπάρχουν στα πυρηνικά όπλα, χωρίς να συντάσσεται µε τη διάψευση των ασθενών για την εξωτερική κατάσταση, αλλά επίσης αποφεύγοντας ο αναλυτής να επιβάλλει τις ανησυχίες του στον ασθενή. Οι ψυχαναλυτές πρέπει να κατανοήσουν την υποκίνηση της Hanna Segal και να αναλάβουν σαφή πολιτική δέσµευση, σαφή πολιτική θέση απαλλαγµένη από κάθε παρεξήγηση προς την επείγουσα ανάγκη για διατήρηση και φροντίδα του κόσµου. Πρέπει, επίσης, να αναζωπυρώσουν την ικανότητα να σκέπτονται και να ονειρεύονται ένα καλύτερο µέλλον και να συµµετέχουν και να συµβάλλουν στην ενίσχυση της αίσθησης της αναλογίας και στη διατήρηση µιας επαρκώς καλής ζωής, στην οποία µπορεί να υπάρχει χώρος για αγάπη και δηµιουργικότητα, για µαγεία και ψευδαίσθηση, που µελετά µε ακεραιότητα και ειλικρίνεια και τις δυσάρεστες πτυχές της ύπαρξης.
* «Ανθρωπόκαινο» ή « Ανθρωπόκαινος περίοδος» όρος που περιγράφει την καθοριστική παρέμβαση του ανθρώπινου πολιτισμού στη μοίρα του πλανήτη, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος έγινε πλέον γεωλογικός παράγων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Dodds, J. (2011), Psychoanalysis and Ecology at the Edge of Chaos. Λονδίνο: Routledge.
Lacan, J. (1959-60), Il Seminario. Libro VII. L'etica della psicoanalisi. Trad. it. Torino: Einaudi, 1994.
Lertzman, R. A. (2015), Environmental Melancholia: Psychoanalytic Dimensions of Engagement.Londra: Routledge.
Freud, S. (1915b), Caducità. OSF, vol. 8.
Freud, S. (1927), L’avvenire di un’illusione. OSF, vol. 10.
Freud, S. (1929), Il disagio della civiltà. OSF, vol. 10.
Klein, M. (1935), “Un contributo alla psicogenesi degli stati maniaco depressivi” (pp. 297-325). In Id., (1948-1952), Scritti 1921 – 1958. Trad. it. Torino: Boringhieri, 1978.
Klein, M. (1946), “Note su alcuni meccanismi schizoidi” (pp. 409-434). In Id., op.cit.
Klein, M. (1948-1952), Scritti 1921 – 1958. Trad. it. Torino: Boringhieri, 1978.
Pichon-Rivière, E. (1971), Il processo gruppale. Dalla psicoanalisi alla psicologia sociale. Trad. it. Loreto: Lauretana, 1985.
Puget, J. e Wender, L. (1982), Analista y paciente en mundos superpuestos, Psicoanálisis, 4, 3: 503-536.
Schinaia, C. (2016), Interno Esterno. Sguardi psicoanalitici su architettura e urbanistica. Roma: Alpes Italia.
Schinaia, C. (2019), Respect for the Environment. Psychoanalytical Considerations on the Ecological Crisis. International Journal of Psychoanalysis, 100, 2: 272-286.
Searles, H. F. (1960), L’ambiente non umano nello sviluppo normale e nella schizofrenia. Trad. it. Torino: Einaudi, 2004.
Searles, H. F. (1972/1979), Unconscious Processes in Relation to the Environmental Crisis, Psychoanalytic Review, 59: 361-374. Trad. it. “Processi inconsci relativi alla crisi ecologica” (pp. 171-182). In Id., Il controtransfert. Trad. it. Torino: Bollati Boringhieri, 1994.
Segal, H. (1987), Silence is the Real Crime, International Review of Psychoanalysis, 14: 3-12.
Weintrobe, S. (2013), “On the Love of Nature and on Human Nature. Restoring Split Internal Landscapes” (pp. 199-213). In Id. (a cura di) (2013), Engaging with the Climate Change: Psychoanalysis and Interdisciplinary Perspective. London: Routledge.
Winnicott, D.W.W. (1965), Sviluppo affettivo e ambiente. Trad. it. Roma: Armando, 1974.
Winnicott, D. W. (1986). Il muro di Berlino (pp. 237-243). In Id. Dal luogo delle origini. Trad. it. Milano: Cortina, 1990.
Νίκος Λαμνίδης - Ψυχανάλυση & Οικολογία, (Με αφορμή τα κείμενα του Cosimo Schinaia)
Η Ψυχανάλυση (όπως όλα τα μεγάλα πνευματικά ρεύματα) ξεκίνησε σαν ένα δημιουργικό σχεδίασμα της μεγαλοφυΐας του Sigmund Freud. Όχι σαν σχέδιο δημιουργίας ενός νέου επιστημονικού πεδίου.
Οι περιπέτειες του νεαρού corpus γνώσης που άρχισε να σχηματίζεται με βάση τα κείμενα του Αυστριακού γιατρού, έθεσαν και τις περαιτέρω προϋποθέσεις οριοθέτησης ενός επιστημονικού πεδίου, που αναπόφευκτα κάτι περιλάμβανε και κάτι άλλο απέκλειε.
Η παράδοση της Αναγεννησιακής πολυμάθειας του Freud, που του επέτρεπε να μετακινείται σε πλήθος περιοχών του επιστητού, ήρθε, γρήγορα, σε αντίθεση με τις απαιτούμενες οριοθετήσεις του επιστημονικού πεδίου με το όνομα Ψυχανάλυση, οριοθετήσεις, εν τέλει, τις οποίες προσυπέγραψε και ο ίδιος, ως ιδρυτής.
Έτσι ο Freud προέβη στον περίφημο καθορισμό της παραδοχής εννοιών όπως το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, οι αντιστάσεις και η μεταβίβαση κλπ., ως συνθημάτων-εισόδου-στο-ψυχαναλυτικό-στρατόπεδο (shibboleth∙ 1905, σ. 226 [υποσημείωση του 1920]).
Το γεγονός ότι η Ψυχανάλυση εξελίχθηκε σε επάγγελμα (έστω και «αδύνατο», κατά τον Freud) είναι κάτι που θα φαινόταν αδιανόητο στον ίδιο τον (μετέπειτα) ιδρυτή της, στις αρχές του αιώνα. Εξίσου απρόβλεπτη θα ήταν τότε και η μετέπειτα μέριμνά του να περιφρουρήσει το επιστημονικό πεδίο που άρχισε να σχηματοποιείται.
Συνεπώς η Ψυχανάλυση δεν μπορούσε παρά να πάψει να είναι ένα δημιουργικό παίγνιο ενός μεγαλοφυούς, πρώην νευροεπιστήμονα, όταν εξελίχθηκε σε επιστημονικό πεδίο και επαγγελματική ιδιότητα (ταυτότητα) που άρχισε να διδάσκεται μέσα σε εξειδικευμένου θεσμικά πλαίσια (ψυχαναλυτικά ινστιτούτα).
Τότε άρχισε και ένα είδος άτυπης νομενκλατούρας των Φροϋδικού έργου. Τα θεωρούμενα «κοινωνιογενετικά» έργα του, ως στερούμενα άμεσης κλινικής εφαρμοσιμότητας, και όχι μόνον, ήταν αναπόφευκτο να περιπέσουν σε αδράνεια.
Τοτέμ &Ταμπού, Μαζική Ψυχολογία &Ανάλυση του Εγώ, Η Δυστυχία στον Πολιτισμό και Μωυσής &Μονοθεϊσμός είναι μεταξύ των κυρίων παραδειγμάτων κειμένων που εξέλειπαν σχεδόν παντελώς από τα curricula των ψυχαναλυτικών εκπαιδεύσεων (Chodorov, 2020). Οι ψυχαναλυτές φαίνεται ότι δεν τα θεωρούσαν πλέον ως «κύρια» έργα.
Η ψυχανάλυση είναι μέθοδος που εφαρμόζεται σε εξατομικευμένη βάση. Προς τι λοιπόν η «κοινωνιο-γένεση»; Μήπως, τελικά, αυτή η οπτική δεν είναι ψυχανάλυση; Η σφοδρότητα και η βιαιότητα με την οποία από ορισμένες εκφάνσεις του πάλαι ποτέ «ψυχαναλυτικού κινήματος» αποβάλλονταν οι «αιρετικοί» (Bergman, 2004) μπορεί να συγκριθεί μόνον με τις ευτυχέστερες στιγμές του μπολσεβικισμού.
Αυτό το κλίμα του ορθοδοξολογούντος αυταρχισμού αμφισβητήθηκε τα τελευταία χρόνια, με την αναλογούσα «προτεσταντική» σφοδρότητα. Είτε ως διϋποκειμενικό και σχεσιακό ρεύμα (Greenberg, 2015), είτε ως μετα-νεωτερικό, κονστρουκτιβιστικό ρεύμα (Levine, 2012, Kohon, 2019), μεταξύ πολλών άλλων, οι mainstream ψυχαναλυτικές θέσεις τέθηκαν σε καθεστώς ανηλεούς κριτικής και αμφισβήτησης, ενίοτε αμφιλεγόμενης και επιστημονικά (και μεταψυχολογικά) ατεκμηρίωτης. Αλλά τα ρεύματα αυτά φάνηκε να έχουν αναζωογονητικές επιπτώσεις νεαροποίησης στους ιστούς της πάλαι ποτέ ηχηρής και, πλέον, ταχέως γηράσκουσας ψυχαναλυτικής επιδραστικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με τα κύρια ρεύματα των ψυχαναλυτικών θεσμών, δεν εξέλειπαν οι θεωρητικές φωνές που επιζητούν την «αφύπνιση» της Ψυχανάλυσης και την επάνοδό της στο χώρο της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας, όπου διέπρεπε, μέχρι και το προτελευταίο τέταρτο του προηγουμένου αιώνα.
Στα πλαίσια αυτού του ψυχαναλυτικού «προτεσταντισμού», αλλά και των εναλλακτικών φωνών, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα κείμενα και τις απόψεις του Ιταλού συναδέλφου Cosimo Schinaia (CS), που οι συνάδελφοι της επιτροπής ιστοσελίδας μου ζήτησαν να σχολιάσω.
Πρόκειται για έναν ψυχαναλυτή που βιώνει με ιδιαιτέρως δραματικό τρόπο την οικολογική επικαιρότητα και αποπειράται εν συνεχεία να προσδώσει στα κλινικά/μεταβιβαστικά βιώματα των αναλυόμενων του, αλλά και στην δική του αντιμεταβίβαση έναν γενικότερο θεωρητικό προσανατολισμό.
Ο CS (1919, σ. 271) εκκινεί από την παραμερισμένη Δυστυχία στον Πολιτισμό για να εντοπίσει Φροϋδικά σπαράγματα σχετικά με το περιβάλλον. Αλλά εννοούσε (εννοιολογούσε) ο Freud με τον ίδιο τρόπο το «περιβάλλον» όπως το εννοούμε σήμερα; Η ρομαντική οπτική ενός ιδιοφυούς διανοούμενου του Μεσοπολέμου πόσο συμπορεύεται με την σημερινή Οικολογία, που μας καλεί να επανεξετάσουμε με ριζικό τρόπο την κοσμαντίληψή μας για την έννοια της «προόδου», της «τεχνολογίας», της «οικονομίας» κλπ;
Ο CS επικεντρώνεται και στον Searles και στην διαφοροποίηση του ανθρώπινου (στοιχείο) από το μη-ανθρώπινο (στοιχείο). Και εμφανίζεται ξανά αυτή η ασίγαστη ρομαντική «διαμαρτυρία», αυτή τη φορά του Searles, απέναντι στην «απάθεια».
Είναι ενδιαφέρον ότι ο CS δείχνει να αποσκοπεί στην κινητοποίηση της «οικολογικής συνείδησης» μας, καθώς, εκ παραλλήλου με τον Searles, καταγγέλλει με σφοδρότητα τις «ασυνείδητες άμυνες του εγώ απέναντι σε διάφορα είδη άγχους [και το πώς …] η σχέση μας με το περιβάλλον διηθείται από αμφιθυμία και καταστροφικότητα…» (opcit, σ. 275). Μοιάζει σαν (ο εξεγερμένος CS, δίπλα στον εξεγερμένο Searles) να έχει λησμονήσει την θεμελιώδη ψυχαναλυτική υπόθεση ότι οι ψυχικές δράσεις (mental acts, Freud, 1900, σ. 553) δεν είναι συνειδητά εμπρόθετες και δεν τροποποιούνται με το «έτσι θέλω».
Η (αντιμεταβιβαστική) οργή του CS δεν σταματάει στο σημείο αυτό. Οι παρατιθέμενες καταγγελίες του Searles για εκδικητικούς πατέρες, για συντριπτικές απώλειες παιδικής ηλικίας, για μεγαλειώδεις και παρανοειδείς οργανώσεις, και για βιώματα σύγχυσης καλού και κακού αντικειμένου (opcit, σ. 276) συνιστούν συγκινητικές φωνές, πλην όμως δεν ευσταθούν, από την θεωρητική (μεταψυχολογική) ένδεια μίας θεώρησης όπου οι ενδοψυχικές/ατομικές εννοιολογήσεις μεταφέρονται (μεταβιβάζονται;) αυτούσιες στον περιβάλλοντα κόσμο.
Ο CS αναφέρεται, μέσω του κειμένου της Ambrosiano, στην απουσία ανθρωπιάς που προϋποθέτει «έναν εκτεταμένο χώρο, εντός του οποίου το υποκείμενο μπορεί να επεκταθεί και να υποδεχθεί την ετερότητα εντός του» (opcit). Και μετά: «Αντί για την αντιπαράθεση εξωτερικού και εξωτερικού κόσμου, μεταξύ μέσα και έξω, μπορούμε να φαντασθούμε ένα έξω-μέσα και ένα μέσα έξω, που υπογραμμίζει τα όρια της υποκειμενοποίησης για χάρη την ιδέας ενός εκτεινόμενου νου» (opcit, σ. 277). Εδώ θα συμφωνήσω ότι η αενάως ημιτελής υποκειμενοποίηση είναι μία τυπική κλινική συνθήκη που όμως ανάγεται στον αναπόδραστα τραυματικό χαρακτήρα κάθε περιβάλλοντος.
Αλλά 44 χρόνια νωρίτερα ο S.H. Foulkes έγραφε: «Τι είναι ο νους;… Δεν πιστεύω ότι ο νους βρίσκεται κατά βάση μέσα στο πρόσωπο, στο άτομο […] Ο νους, που συνήθως αποκαλείται ενδοψυχικός, είναι ιδιότητα της ομάδας […] συνεπώς δεν μπορούμε να κάνουμε τη συμβατική διάκριση μεταξύ μέσα και έξω, ή μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας. Ότι είναι μέσα είναι επίσης και έξω, ότι είναι έξω είναι επίσης και μέσα» (1974, σ. 277-8).
Γενικότερα, το ερώτημα των συμφραζομένων κάθε ψυχο-γενετικής διαδικασίας και κάθε διεργασίας υποκειμενοποίησης, με άλλα λόγια το ερώτημα του μέσα σε ποιο κόσμο και με ποιες συνθήκες «γεννιέται» και «αναπτύσσεται» ο ψυχισμός, καθώς και το ερώτημα αν υπάρχει ψυχισμός χωρίς κόσμο, αν υπάρχει μωρό χωρίς μητέρα (κατά παράφραση του Winnicott), και εν τέλει το ερώτημα που αφορά τα όρια της ανθρώπινης ατομικότητας δεν φαίνεται να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος του CS.
Ο τελευταίος δείχνει να συλλαμβάνει το οικολογικό ζήτημα με όρους ατομικής ψυχολογίας και, το χειρότερο, με όρους ψυχοπαθολογίας. Αλλά οι κίνδυνοι της ψυχολογικοποίησης (psychologization) των κοινωνικο-πολιτικών και των κοινωνιακών ερωτημάτων έχουν δειχθεί ήδη, με τις μελέτες του Moscovici (1961). Και η γενετική μας δείχνει πλέον ότι ακόμη και το ίδιο γονίδιο έχει εντελώς διαφορετική εκφραστικότητα, και φαινότυπο, ανάλογα με το περιβάλλον (Jimenez, et al, 2018).
Η απόδοση «στον άνθρωπο» καταστροφικών φαντασιώσεων που η εννοιολόγησή τους ήρθε μέσα από την διερεύνηση ατομικών ψυχισμών είναι ένα λογικό σφάλμα αναγωγισμού (reductionism) που οι ψυχαναλυτές θα πρέπει να είμαστε εν εγρηγόρσει για να μην διαπράξουμε. Να μην ακολουθήσουμε δηλαδή τη μοίρα του γραφικού φωνασκούντος ηθικολόγου.
Έτσι, και οι καταναγκαστικές αμυντικές διατάξεις των αναλυομένων που παρουσιάζει ο CS, έστω και αν μοιάζουν να αγγίζουν την θεματική της οικολογίας δεν σημαίνει ότι θέτουν και μία οικολογική προοπτική του κόσμου. Η παλιά, γνωστή διάκριση της διαλεκτικής αισθητικής θεωρίας ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, κάνει εδώ πάλι την εμφάνισή της, σε άλλο πλαίσιο αλλά με ομόλογη βαρύτητα.
Όταν ο CS στρέφεται προς αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ομαδικές στάσεις» αντιλαμβάνεται, πάλι με την βοήθεια της Ambrosiano, πώς η ομαδικότητα και η ιδεολογικοποίηση μπορεί να είναι εξ ίσου αμυντικές.
Και τότε αναφέρεται στην «εσωτερική μετανάστευση», την τόσο επιτυχή εννοιολόγηση της Hannah Arendt (opcit, σ. 282) που επιτυγχάνει, κατά τη γνώμη μου, μία ευτυχή συμβολική σύνδεση του μέσα με το έξω.
Αλλά σε γενικές γραμμές η εμμονή του CS στην αδόκιμη κοινωνιακή (societal) γενίκευση Κλαϊνικών ψυχαναλυτικών εννοιολογήσεων επικρατεί συστηματικά.
Θα συμφωνούσα όμως με την (αναφερόμενη από τον CS) Sally Weitrobe ότι η γενική κοινωνιακή αντίσταση στην επερχόμενη οικολογική λαίλαπα μπορεί να σχετίζεται με την (υποκινημένη από τα πολιτισμικά πρότυπα της ιδιωτεύουσας ατομικότητας των τελευταίων αιώνων της Δύσης [MacIntyre, 1981]) υπονόμευση της σύνδεσης/εξάρτησής μας από το περιβάλλον/κόσμο. Μία αντίσταση στην οποία και η ίδια η ψυχανάλυση συνέβαλε, με την περαιτέρω συνεισφορά στην ιδεολογικοποίηση της ιδιώτευσης.
Ο CS, στη συνέντευξή του στον Δημήτρη Μαλιδέλη (που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΨΕ) αναφέρεται, ορθά πιστεύω, στον Pichon-Rivière, τον ιδιαίτερο Ελβετο-Αργεντινό ψυχαναλυτή που επισήμανε ορισμένα αδιέξοδα της ψυχο-κοινωνικής ιδιώτευσης (που στις λατινογενείς γλώσσες ταυτίζεται με την ηλιθιότητα). Στη συνέντευξη αυτή ο CS δίνει κάπως μεγαλύτερο βάρος στη σημασία των συμφραζομένων και του πλαισίου εντός του οποίου σκεπτόμαστε, αλλά συνεχίζει να διαπράττει το συστηματικό σφάλμα της άκριτης και αναγωγιστικής χρήσης ψυχολογικών εννοιολογήσεων στον κοινωνιακό πεδίο.
Όμως, σε γενικές γραμμές, θα συμφωνούσα με την πρόνοια του CS να μην υποκύπτουμε σε εξιδανικεύουσες ιδεολογικές σειρήνες. Αλλά αυτό αφορά πρώτα και κύρια εμάς τις ίδιες, και τις θεωρητικές μας προτιμήσεις.
OPeter Fonagy προέβη πρόσφατα (Fonagy etal, 2015) σε μία πολύ ενδιαφέρουσα τομή: Εισάγει στους θεραπευτικούς στόχους της ψυχανάλυσης την αποκατάσταση της ικανότητας του αναλυόμενου για χρήση και για τροποποίηση του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Μία τέτοια θεωρητική οπτική δεν έχει κανένα στοιχείο πολιτικού βολονταρισμού ή ψυχολογικοποιημένης κοινωνιολογίας, αλλά συνάγεται από την θεωρία της επιστημικής πίστης (epistemic trust) που ο ίδιος ο Fonagy εισήγαγε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας (EPF), στην Βαρσοβία (2018).
Είναι ενδιαφέρον σε ποιες κατευθύνσεις θα οδηγηθεί ο κλάδος μας, με τις ισχυρές οικουμενικές, πολιτικοκοινωνικές, ιδεολογικές και επιστημικές αναταράξεις να μας περιβάλλουν.
Βιβλιογραφία
Bergman, M. (2004). Understanding Dissidence & Controversy in the History of Psychoanalysis. Chevy Chase, MD: International Psychotherapy Institute.
Chodorov, N. J. (2019). The Psychoanalytic Ear & the Sociological Eye. Towards an American Independent Tradition. NY: Routledge.
Fonagy P. & Allison, E. (2018). Development of the Human Mind and Epistemic Trust. Warsaw:EPF Conference.
Fonagy P., Luyten P., Allison E. (2015). Epistemic Petrification and the Restoration of Epistemic Trust: a new Conceptualization of Borderline Personality Disorder and its psychosocial treatment. J. Pers. Disord. 29:575–609.
Foulkes, S.H. (1974). Selected Papers: Psychoanalysis and Group Analysis. London: Karnac, 1990.
Greenberg, J. (2015). Therapeutic Action and the Analyst's Responsibility. Journal of the American Psychoanalytic Association63:15-32.
Jiménez JP, Botto A, Herrera L, Leighton C, Rossi JL, Quevedo Y, Silva JR, Martínez F, Assar R, Salazar LA, Ortiz M, Ríos U, Barros P, Jaramillo K and Luyten P (2018). Psychotherapy and Genetic Neuroscience: An Emerging Dialog. Front. Genet. 9:257.
Kohon, G. (2019). Aesthetics, the Uncanny and the Psychoanalytic Frame. Athens: 13th HPS Conference.
Levine, H.B. (2012). The Analyst's Theory in the Analyst's Mind. Psychoanal. Inq.32:18-32.
MacIntyre, A. (1981). After Virtue. Notre Dame, IN: Notre Dame Press, 2007.
Moscovici, S. (1961). La Psychanalyse, son Image et son Public. Paris: PUF.